βαλανεῖον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> bain, salle de bain;<br /><b>2</b> bain, eau de bain.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> balineum, balneum.
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> bain, salle de bain;<br /><b>2</b> bain, eau de bain.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> balineum, balneum.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βᾰλᾰνεῖον''': τό, Λατ. [[balineum]], [[balneum]], λουτὴρ ἢ [[λουτρών]], [[συχνάκις]] παρὰ κωμ. ὡς ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 837, 1054· συχνότερον κατὰ πληθ., [[αὐτόθι]] 991, Ἱππ. 1401, κτλ. 2) λουτρὸν [[ὅπερ]] ἔκαμέ τις, Ἀρίστων παρὰ Πλουτ. 2. 42Β, Γαλην. - Ἡ ποιητ. [[λέξις]] [[εἶναι]] λοετρά, λουτρά, τά.
|elnltext=[[βαλανεῖον]] -ου, τό [[βαλανεύς]] bad(huis).
}}
{{grml
|mltxt=βαλανεῖον, το (AM) και βαλάνειον και -νιόν, το (Μ)<br />[[λουτρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[βαλανεύς]], [[βαλανείον]] [[είναι]] λέξεις της αττικής [[κυρίως]] διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται [[πριν]] από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνεια αιγαιακής προελεύσεως ([[πρβλ]]. [[ασάμινθος]]), όπου ήταν γνωστή η [[συνήθεια]] του μπάνιου με ζεστό [[νερό]]. Κατ' άλλους όμως οι λέξεις αυτές [[είναι]] δημιουργήματα της Ελληνικής και προέρχονται από [[βάλανος]] «[[πώμα]] μπανιέρας» ή «[[βρέξιμο]]». Με τη δεύτερη [[σημασία]] η λ. [[βάλανος]] σχετίζεται με το [[βάλλω]] «[[ρίχνω]], [[καλύπτω]] [[κάτι]] ρίχνοντας [[νερό]]», [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. <i>galana</i>-»αυτός που στάζει», [[υπόθεση]] όχι και τόσο πειστική. Εξάλλου η μορφολογική [[σχέση]] με το [[βάλανος]] δεν δικαιολογείται σημασιολογικά. Μία τελευταία [[ερμηνεία]] ανάγεται σε υποθετικό τ. <i>βάλανα</i> «[[φιάλη]] με [[νερό]] για τους λουομένους»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰλᾰνεῖον:''' τό, Λατ. [[balineum]], [[balneum]], [[λουτρό]] (ο [[χώρος]] συνολικά ή ο [[συγκεκριμένος]] [[λουτήρας]]), σε Αριστοφ.· συχνότερα απαντά στον πληθ., στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 37: Line 31:
|mdlsjtxt=[from [[βαλανεύς]]<br />Lat. [[balineum]], [[balneum]], a [[bath]] or bathing-[[room]], Ar.; in plural, Ar.
|mdlsjtxt=[from [[βαλανεύς]]<br />Lat. [[balineum]], [[balneum]], a [[bath]] or bathing-[[room]], Ar.; in plural, Ar.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[βαλανεῖον]] -ου, τό [[βαλανεύς]] bad(huis).
|mltxt=βαλανεῖον, το (AM) και βαλάνειον και -νιόν, το (Μ)<br />[[λουτρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[βαλανεύς]], [[βαλανείον]] [[είναι]] λέξεις της αττικής [[κυρίως]] διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται [[πριν]] από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνεια αιγαιακής προελεύσεως ([[πρβλ]]. [[ασάμινθος]]), όπου ήταν γνωστή η [[συνήθεια]] του μπάνιου με ζεστό [[νερό]]. Κατ' άλλους όμως οι λέξεις αυτές [[είναι]] δημιουργήματα της Ελληνικής και προέρχονται από [[βάλανος]] «[[πώμα]] μπανιέρας» ή «[[βρέξιμο]]». Με τη δεύτερη [[σημασία]] η λ. [[βάλανος]] σχετίζεται με το [[βάλλω]] «[[ρίχνω]], [[καλύπτω]] [[κάτι]] ρίχνοντας [[νερό]]», [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. <i>galana</i>-»αυτός που στάζει», [[υπόθεση]] όχι και τόσο πειστική. Εξάλλου η μορφολογική [[σχέση]] με το [[βάλανος]] δεν δικαιολογείται σημασιολογικά. Μία τελευταία [[ερμηνεία]] ανάγεται σε υποθετικό τ. <i>βάλανα</i> «[[φιάλη]] με [[νερό]] για τους λουομένους»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰλᾰνεῖον:''' τό, Λατ. [[balineum]], [[balneum]], [[λουτρό]] (ο [[χώρος]] συνολικά ή ο [[συγκεκριμένος]] [[λουτήρας]]), σε Αριστοφ.· συχνότερα απαντά στον πληθ., στον ίδ.
}}
{{ls
|lstext='''βᾰλᾰνεῖον''': τό, Λατ. [[balineum]], [[balneum]], λουτὴρ ἢ [[λουτρών]], [[συχνάκις]] παρὰ κωμ. ὡς ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 837, 1054· συχνότερον κατὰ πληθ., [[αὐτόθι]] 991, Ἱππ. 1401, κτλ. 2) λουτρὸν [[ὅπερ]] ἔκαμέ τις, Ἀρίστων παρὰ Πλουτ. 2. 42Β, Γαλην. - Ἡ ποιητ. [[λέξις]] [[εἶναι]] λοετρά, λουτρά, τά.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe