γοργός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> véhément, impétueux, ardent;<br /><b>2</b> <i>en parl. du regard, de l'aspect</i> effrayant, terrible : γοργὸν βλέπειν ÉL regarder d'un air terrible.<br />'''Étymologie:''' apparenté avec [[ὀργή]] ; cf. [[Γοργώ]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> véhément, impétueux, ardent;<br /><b>2</b> <i>en parl. du regard, de l'aspect</i> effrayant, terrible : γοργὸν βλέπειν ÉL regarder d'un air terrible.<br />'''Étymologie:''' apparenté avec [[ὀργή]] ; cf. [[Γοργώ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γοργός''': -ή, -όν, [[αὐστηρός]], [[ἄγριος]], [[φοβερός]], [[βλοσυρός]], γ. ὄμμ᾿ ἔχων, ἐπὶ τοῦ Παρθενοπαίου, Αἰσχύλ. Θήβ. 537· [[οὕτως]], ὄμμασι γοργὸς Εὐρ. Φοιν. 145 (ἴδε Valck. 149)· τοῖς κερτομοῦσι γοργὸν ὡς ἀναβλέπει, πῶς ἀγρίως βλέπει πρὸς τοὺς…, ὁ αὐτ. Ἱκετ. 322· γοργὸς [[ἰδεῖν]], ὁρᾶσθαι, φοβερὸς νὰ τὸν ἴδῃ τις, Ξεν. Κύρ. 4. 4, 3, Συμπ. 1, 10· γοργὸν βλέπειν, φαίνομαι [[φοβερός]], Αἰλ. Π. Ἱστ. 2. 44· ἐν μεταγεν. ἀττικ. ἐπιγραφ., φίλοι, γοργοί, γνήσιοι, ἐπὶ τῶν ἀθλητῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 282, πρβλ. 264·― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἵππων, θυμοειδεῖς, θερμοί, Ξεν. Ἱππ. 10, 17, κτλ., πρβλ. Πολυδ. Α΄, 192·― ἐπὶ γλώσσης, τραχεῖα, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 19. σ. 133.― Ἐπιρρ.– γῶς, ἐπὶ ὕφους, ἰσχυρῶς, ἀκριβῶς, Εὐστ. 1082. 5.
|elnltext=[[γοργός]] -ή -όν [[Γοργώ]]?] comp. -ότερος, heftig, vurig, wild:. γοργὸν δ’ ὄμμ’ ἔχων met woeste blik Aeschl. Sept. 537; γοργότεροι ἢ [[πρόσθεν]] [[ἰδεῖν]] woester om te zien dan tevoren Xen. Cyr. 4.4.3.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γοργός]], , -όν)<br />γρήγορος, [[ευκίνητος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γοργό</i>(<i>ν</i>)<br />[[ταχύτητα]], [[ορμητικότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ γοργὸν καὶ [[χάριν]] ἔχει» — [[πρέπει]] να ενεργεί [[κανείς]] [[γρήγορα]] και την κατάλληλη [[στιγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άγριος]], [[φοβερός]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[ρωμαλέος]]<br /><b>3.</b> (για το ύφος) [[νευρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γοργός]] προήλθε πιθ. από το κύριο όνομα [[Γοργώ]] (γυναικείο [[τέρας]] της μυθολογίας), το οποίο μαρτυρείται προγενέστερα ([[Όμηρος]]) και του οποίου η [[ετυμολογία]] [[είναι]] άγνωστη. Πρόκειται για τ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ([[πρβλ]]. [[Μορμώ]]), που σχημάτισε πληθ. <i>Γοργόνες</i>, απ' όπου και ο [[ενικός]] <i>Γοργόνα</i>, <i>Γοργών</i>. Κατ' άλλους το επίθ. [[γοργός]] αποσπάστηκε από τα [[σύνθετα]] [[γοργώψ]] (<i>γοργώπις</i>), [[γοργωπός]] κι αυτά με τη [[σειρά]] τους από το [[Γοργώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γοργός:''' -ή, -όν, [[αυστηρός]], [[άγριος]], [[φοβερός]], [[βλοσυρός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· γοργὸς [[ἰδεῖν]], [[τρομερός]] στην όψη, σε Ξεν.· λέγεται για άλογα, αφηνιασμένος, [[θερμός]], [[θυμοειδής]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 34: Line 28:
|mdlsjtxt=<br />[[grim]], [[fierce]], [[terrible]], Aesch., Eur.; γοργὸς [[ἰδεῖν]] [[terrible]] to [[behold]], Xen.; of horses, hot, [[spirited]], Xen.
|mdlsjtxt=<br />[[grim]], [[fierce]], [[terrible]], Aesch., Eur.; γοργὸς [[ἰδεῖν]] [[terrible]] to [[behold]], Xen.; of horses, hot, [[spirited]], Xen.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[γοργός]] -ή -όν [[Γοργώ]]?] comp. -ότερος, heftig, vurig, wild:. γοργὸν δ’ ὄμμ’ ἔχων met woeste blik Aeschl. Sept. 537; γοργότεροι ἢ [[πρόσθεν]] [[ἰδεῖν]] woester om te zien dan tevoren Xen. Cyr. 4.4.3.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γοργός]], , -όν)<br />γρήγορος, [[ευκίνητος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γοργό</i>(<i>ν</i>)<br />[[ταχύτητα]], [[ορμητικότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ γοργὸν καὶ [[χάριν]] ἔχει» — [[πρέπει]] να ενεργεί [[κανείς]] [[γρήγορα]] και την κατάλληλη [[στιγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άγριος]], [[φοβερός]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[ρωμαλέος]]<br /><b>3.</b> (για το ύφος) [[νευρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γοργός]] προήλθε πιθ. από το κύριο όνομα [[Γοργώ]] (γυναικείο [[τέρας]] της μυθολογίας), το οποίο μαρτυρείται προγενέστερα ([[Όμηρος]]) και του οποίου η [[ετυμολογία]] [[είναι]] άγνωστη. Πρόκειται για τ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ([[πρβλ]]. [[Μορμώ]]), που σχημάτισε πληθ. <i>Γοργόνες</i>, απ' όπου και ο [[ενικός]] <i>Γοργόνα</i>, <i>Γοργών</i>. Κατ' άλλους το επίθ. [[γοργός]] αποσπάστηκε από τα [[σύνθετα]] [[γοργώψ]] (<i>γοργώπις</i>), [[γοργωπός]] κι αυτά με τη [[σειρά]] τους από το [[Γοργώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γοργός:''' -ή, -όν, [[αυστηρός]], [[άγριος]], [[φοβερός]], [[βλοσυρός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· γοργὸς [[ἰδεῖν]], [[τρομερός]] στην όψη, σε Ξεν.· λέγεται για άλογα, αφηνιασμένος, [[θερμός]], [[θυμοειδής]], στον ίδ.
}}
{{ls
|lstext='''γοργός''': -ή, -όν, [[αὐστηρός]], [[ἄγριος]], [[φοβερός]], [[βλοσυρός]], γ. ὄμμ᾿ ἔχων, ἐπὶ τοῦ Παρθενοπαίου, Αἰσχύλ. Θήβ. 537· [[οὕτως]], ὄμμασι γοργὸς Εὐρ. Φοιν. 145 (ἴδε Valck. 149)· τοῖς κερτομοῦσι γοργὸν ὡς ἀναβλέπει, πῶς ἀγρίως βλέπει πρὸς τοὺς…, ὁ αὐτ. Ἱκετ. 322· γοργὸς [[ἰδεῖν]], ὁρᾶσθαι, φοβερὸς νὰ τὸν ἴδῃ τις, Ξεν. Κύρ. 4. 4, 3, Συμπ. 1, 10· γοργὸν βλέπειν, φαίνομαι [[φοβερός]], Αἰλ. Π. Ἱστ. 2. 44· ἐν μεταγεν. ἀττικ. ἐπιγραφ., φίλοι, γοργοί, γνήσιοι, ἐπὶ τῶν ἀθλητῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 282, πρβλ. 264·― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἵππων, θυμοειδεῖς, θερμοί, Ξεν. Ἱππ. 10, 17, κτλ., πρβλ. Πολυδ. Α΄, 192·― ἐπὶ γλώσσης, τραχεῖα, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 19. σ. 133.― Ἐπιρρ.– γῶς, ἐπὶ ὕφους, ἰσχυρῶς, ἀκριβῶς, Εὐστ. 1082. 5.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''γοργός''': {gorgós}<br />'''Meaning''': [[furchtbar]], [[schrecklich]] vom Blick oder Anblick (A., E., X. usw.), später auch [[kräftig]], [[lebhaft]], [[behende]] (auch als Stilbegriff).<br />'''Derivative''': Davon [[γοργότης]] [[Kraft]], [[Lebhaftigkeit]] (Hermog. u. a.), [[γοργία]] = agilitas (Gloss.) und die Denominativa [[γοργόομαι]] [[unbändig sein]], vom Pferde (X.), [[γοργεύω]] [[sich lebhaft benehmen]], [[sich emsig bemühen]] (Pap., Sm., H.). — Schon bei Homer [[Γοργώ]], -οῦς f. N. eines weiblichen Ungetüms mit versteinerndem Blick, wovon Γοργείη [[κεφαλή]] (Hom.; zur Bildung Schulze Q. 254 m. A. 4); pl. gew. Γοργόνες (seit Hes.), wozu neue Singularformen Γοργόνα (Akk.) usw. (E.); davon [[Γοργόνειος]] (A. ''Pr''. 793 usw.), [[Γοργόνη]] (Hdn.), [[Γοργονώδης]] (Sch.) und die Pflanzennamen Γοργόνειον und Γοργονιάς (Ps.-Dsk. u. a.; vgl. Strömberg Pflanzennamen 101). — Nach den Fem. auf -άς, -ίς: [[Γοργάδες]] (S. ''Fr''. 163), von H. mit ἁλιάδες erklärt; daneben Γοργίδες· αἱ Ὠκεανίδες H. — PN Γοργυθίων Θ 302 (Bildung unklar) und Γοργίας mit [[Γοργίειος]] ‘Gorgias-ähnlich’ (X. u. a.) und γοργιάζω ‘wie G. reden’ (Philostr.).<br />'''Etymology''': Unbefriedigende Erklärungen bei Osthoff Etym. parerga 1, 44ff. (air. ''garg''(''g'') [[rauh]], [[wild]], aksl. ''groza'' [[Graus]], [[Schauder]]) und Pedersen KZ 39, 379 (arm. ''karcr'' [[hart]]). Nach Leumann Hom. Wörter 154f., wo weitere Einzelheiten, vielmehr Rückbildung aus [[γοργώψ]] ([[γοργῶπις]]), [[γοργωπός]] (A. usw.); somit wäre von Γοργὡ auszugehen, das jedenfalls ebenso wie [[Μορμώ]] den Eindruck einer volkstümlichen Reduplikationsbildung macht.<br />'''Page''' 1,321-322
|ftr='''γοργός''': {gorgós}<br />'''Meaning''': [[furchtbar]], [[schrecklich]] vom Blick oder Anblick (A., E., X. usw.), später auch [[kräftig]], [[lebhaft]], [[behende]] (auch als Stilbegriff).<br />'''Derivative''': Davon [[γοργότης]] [[Kraft]], [[Lebhaftigkeit]] (Hermog. u. a.), [[γοργία]] = agilitas (Gloss.) und die Denominativa [[γοργόομαι]] [[unbändig sein]], vom Pferde (X.), [[γοργεύω]] [[sich lebhaft benehmen]], [[sich emsig bemühen]] (Pap., Sm., H.). — Schon bei Homer [[Γοργώ]], -οῦς f. N. eines weiblichen Ungetüms mit versteinerndem Blick, wovon Γοργείη [[κεφαλή]] (Hom.; zur Bildung Schulze Q. 254 m. A. 4); pl. gew. Γοργόνες (seit Hes.), wozu neue Singularformen Γοργόνα (Akk.) usw. (E.); davon [[Γοργόνειος]] (A. ''Pr''. 793 usw.), [[Γοργόνη]] (Hdn.), [[Γοργονώδης]] (Sch.) und die Pflanzennamen Γοργόνειον und Γοργονιάς (Ps.-Dsk. u. a.; vgl. Strömberg Pflanzennamen 101). — Nach den Fem. auf -άς, -ίς: [[Γοργάδες]] (S. ''Fr''. 163), von H. mit ἁλιάδες erklärt; daneben Γοργίδες· αἱ Ὠκεανίδες H. — PN Γοργυθίων Θ 302 (Bildung unklar) und Γοργίας mit [[Γοργίειος]] ‘Gorgias-ähnlich’ (X. u. a.) und γοργιάζω ‘wie G. reden’ (Philostr.).<br />'''Etymology''': Unbefriedigende Erklärungen bei Osthoff Etym. parerga 1, 44ff. (air. ''garg''(''g'') [[rauh]], [[wild]], aksl. ''groza'' [[Graus]], [[Schauder]]) und Pedersen KZ 39, 379 (arm. ''karcr'' [[hart]]). Nach Leumann Hom. Wörter 154f., wo weitere Einzelheiten, vielmehr Rückbildung aus [[γοργώψ]] ([[γοργῶπις]]), [[γοργωπός]] (A. usw.); somit wäre von Γοργὡ auszugehen, das jedenfalls ebenso wie [[Μορμώ]] den Eindruck einer volkstümlichen Reduplikationsbildung macht.<br />'''Page''' 1,321-322
}}
}}