3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐβίουν, <i>f.</i> βιώσομαι, <i>ao.</i> ἐβίωσα, <i>ao.2 att.</i> [[ἐβίων]], <i>pf.</i> βεβίωκα;<br /><b>1</b> vivre;<br /><b>2</b> passer sa vie : βιοῦν [[καλῶς]], [[εὐσεβῶς]], [[φαύλως]], <i>etc.</i> ATT vivre honnêtement, pieusement, bassement, <i>etc.</i> ; <i>avec un pron. neutre</i> : ἀπ’ αὐτῶν [[ὧν]] αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι DÉM je commencerai par le détail de sa vie;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[βιόομαι]], [[βιοῦμαι]];<br /><b>1</b> <i>intr.</i> passer sa vie, vivre;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire vivre, sauver la vie à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[βίος]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐβίουν, <i>f.</i> βιώσομαι, <i>ao.</i> ἐβίωσα, <i>ao.2 att.</i> [[ἐβίων]], <i>pf.</i> βεβίωκα;<br /><b>1</b> vivre;<br /><b>2</b> passer sa vie : βιοῦν [[καλῶς]], [[εὐσεβῶς]], [[φαύλως]], <i>etc.</i> ATT vivre honnêtement, pieusement, bassement, <i>etc.</i> ; <i>avec un pron. neutre</i> : ἀπ’ αὐτῶν [[ὧν]] αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι DÉM je commencerai par le détail de sa vie;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[βιόομαι]], [[βιοῦμαι]];<br /><b>1</b> <i>intr.</i> passer sa vie, vivre;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire vivre, sauver la vie à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[βίος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[βιόω]] [[βίος]] praes. contr. βιῶ, opt. 3 sing. βιοῖ, conj. 3 plur. βιῶσι, inf. βιοῦν, ptc. βιοῦντες; sigm. aor. ἐβίωσα, med. 2 sing. ἐβιώσαο, stamaor. [[ἐβίων]], conj. βιῶ, opt. βιῴην, imperat. 3 sing. [[βιώτω]], inf. [[βιῶναι]], ptc. [[βιούς]], βιούσα; perf. act. βεβίωκα; perf. med.-pass. βεβίωμαι; fut. ep. [[βέομαι]], [[βείομαι]], 2 sing. βέῃ<br /><b class="num">1.</b> act. en med. intrans. leven:; [[ἄλλος]] μὲν ἀποφθίσθω, [[ἄλλος]] δὲ [[βιώτω]] de een moet sterven, de ander moet leven Il. 8.429; ἐὰν... φαίνωμαι... [[μετρίως]] βεβιωκώς als zal blijken dat ik een gematigd leven heb geleid Lys. 16.3; ἀπ’ αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι ik zal beginnen met de wijze waarop hij zelf zijn leven heeft ingericht Dem. 18.130; [[ὅθεν]] βιοῦται waarvan hij leeft Hdt. 2.177.2; overleven. Hp.<br /><b class="num">2.</b> med. met acc. (causat.). σὺ [[γάρ]] μ’ ἐβιώσαο jij deed mij weer leven Od. 8.468.<br /><b class="num">3.</b> pass.: τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα de feiten van jouw en mijn leven Dem. 18.265; τί γὰρ [[ὑμῖν]] τοιοῦτον βεβίωται; want wat is er van dien aard in jullie leven? Luc. 28.37. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βιόω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. жить, проводить жизнь Hom., Arst., Plut.: οὐ πολλὸν χρόνον τινὰ βιοὺς ἀπέθανε Her. немного спустя он умер; [[βίος]] ὃν βεβίωκας Dem. жизнь, которую ты прожил; τὰ βεβιωμένα Lys. Dem. пережитое, прожитая жизнь; τὸ μὲν ἐτελεύτησε, τὰ δε ἐβίωσεν Arst. часть умерла, а часть выжила; [[ὅθεν]] βιοῦται Her. средства, на которые он живет;<br /><b class="num">2)</b> aor. med. вернуть к жизни, спасти (σὺ γάρ μ᾽ [[ἐβιώσαο]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 37: | Line 40: | ||
|lsmtext='''βιόω:''' ([[βίος]]), μέλ. <i>βιώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐβίωσα</i>, αόρ. βʹ [[ἐβίων]], γʹ ενικ. προστ. [[βιώτω]], υποτ. <i>βιῶ</i>, ευκτ. <i>βιῴην</i>, απαρ. [[βιῶναι]], μτχ. [[βιούς]], παρακ. <i>βεβίωκα</i>· ζω, περνώ τη [[ζωή]] μου (ενώ αντίθετα, [[ζάω]] σημαίνει ζω, [[κυρίως]] [[υπάρχω]] στη [[ζωή]]), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>ἀπ' αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν</i>, από αυτές ακριβώς τις πράξεις της ίδιας του της ζωής, σε Δημ.· από όπου στην Παθ., <i>τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα</i>, οι πράξεις της δικής [[σου]] και της δικής μου ζωής, στον ίδ.· απρόσ., <i>βεβίωταί μοι</i>, έχω ζήσει, Λατ. [[vixi]] — Μέσ. με Ενεργ. [[σημασία]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''βιόω:''' ([[βίος]]), μέλ. <i>βιώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐβίωσα</i>, αόρ. βʹ [[ἐβίων]], γʹ ενικ. προστ. [[βιώτω]], υποτ. <i>βιῶ</i>, ευκτ. <i>βιῴην</i>, απαρ. [[βιῶναι]], μτχ. [[βιούς]], παρακ. <i>βεβίωκα</i>· ζω, περνώ τη [[ζωή]] μου (ενώ αντίθετα, [[ζάω]] σημαίνει ζω, [[κυρίως]] [[υπάρχω]] στη [[ζωή]]), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>ἀπ' αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν</i>, από αυτές ακριβώς τις πράξεις της ίδιας του της ζωής, σε Δημ.· από όπου στην Παθ., <i>τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα</i>, οι πράξεις της δικής [[σου]] και της δικής μου ζωής, στον ίδ.· απρόσ., <i>βεβίωταί μοι</i>, έχω ζήσει, Λατ. [[vixi]] — Μέσ. με Ενεργ. [[σημασία]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''βιόω''': βιοῖ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 33, 5. κ. ἀλλ., βιοῦσι Ἐμπεδ. 52, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 22, 9· βιοῦν Εὐρ. Ἀποσπ. 240· βιῶν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 12, 6· ― παρατατ. ἐβίουν Ἱππ. 1153Η· ― μέλλ. βιώσομαι Εὐρ., Ἀριστοφ., Πλάτ., κτλ.· μεταγεν. βιώσω Μένανδ. Μονοστ. 270, Διογ. Λ. 2. 68, Ἀππ.· ― ἀόρ. α΄ ἐβίωσα Ἡρόδ. 1. 163, Πλάτ. Φαίδων. 113D, Ξεν. Οἰκ. 4, 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 8, 9· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἀόρ. β΄ [[εἶναι]] εὐχρηστότερος, ἐβίων Ἰσοκρ. 203C, Ἰσαῖ. 38. 14· γ΄ ἑνικ. προστ. βιώτω Ἰλ. Θ. 429, ὑποτακτ. βιῶ Πλάτ. Νόμ. 872C· εὐκτ. βιῴην ὁ αὐτ. Γοργ. 512Ε, Τιμ. 89C· ἀπαρεμφ. βιῶναι Ἰλ., Ἀττ.· μετοχ. βιοὺς Ἡρόδ. 9. 10, Θουκ. 2. 53, κ. ἀλλ., βιοῦσα Ἀνθ. II. παραρτ. 262· ― πρκμ. βεβίωκα Ἰσοκρ. 315C, D, Πλάτ. Φαίδων. 113D, κτλ. ― Μέσ., βιόομαι Ἡρόδ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 11· περὶ τοῦ μέσ. ἀορίστ. ἴδε ἐν λ. [[βιώσκομαι]]. ― Παθ., μέλλ. βιωθήσομαι Μ. Ἀντων. 9. 30· πρκμ. βεβίωμαι (ἴδε κατωτ.). ― παρὰ τοῖς πρὸ τοῦ Ἀριστοτ. συγγραφεῦσιν ὁ ἐνεστὼς καὶ παρατ. παραλαμβάνονται ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκ τοῦ ζάω, ἀλλ’ [[ὅμως]] ἴδε ἀνωτ.· ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον ἀόρ. β΄, Πρβλ. ἀνα-, δια-[[βιόω]]. (ἴδε ἐν λ. [[βίος]]). Ζῶ, [[διέρχομαι]] τὴν ζωήν μου (ἐνῷ τὸ ζάω [[κυρίως]] σημαίνει [[ὑπάρχω]] ἐν τῇ ζωῇ), βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι Ἰλ. Ο. 511, πρβλ. Κ. 174· [[ἄλλος]] μὲν ἀποφθίσθω, [[ἄλλος]] δὲ βιώτω Θ. 429· ― παρ’ Ἀττ. συχν. βίον ζῆν, ὡς παρὰ Πλάτ. Λάχ. 188Α, κτλ.· β. παρανόμως, κοσμίως, [[καλῶς]], φαύλως, κτλ. Δημ. 601. 2, Πλούτ., κτλ.· μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτου, ἀπ’ αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι …, ἐξ αὐτῶν τῶν πράξεων τῆς ἰδίας του ζωῆς, Δημ. 270. 19· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ., τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα, αἱ πράξεις τοῦ σοῦ βίου καὶ τοῦ ἐμοῦ, ὁ αὐτ. 315. 5, πρβλ. Ἰσοκρ. 311D, Λυσ. 145. 35· τὰ πεπραγμένα καὶ βεβ. Δημ. 609. 23· τοιούτων ὄντων τῷ βδελυρῷ τούτῳ … ὧν βεβίωται ὁ αὐτ. 563. 17· [[οὕτως]], ἐπιτηδευμάτων οἷα τούτῳ βεβίωται ὁ αὐτ. 618. 11· [[ὡσαύτως]], ὅ γε βεβιωμένος ([[βίος]]) ὁ αὐτ. 403. 25· ἀπροσ., βεβίωταί μοι, ἔχω ζήσει, Λατ. vixi, ὁ αὐτ. 617 ἐν τέλ.· ἴδε ἐν λ. ζάω Ι. ― Μέσ. μὲ ἐνεργ. σημασ., Ἡρόδ. 2. 177, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 11. ― Ἀντὶ τοῦ βιόμεσθα (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος βίομαι) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 528 ὁ Wolf προὐτίμα τὴν ἀνάγνωσιν βεόμεσθα, ἴδε [[βέομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |