3,274,123
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> être au pouvoir d'un dieu;<br /><b>2</b> être possédé, avoir l'esprit égaré ; être troublé, bouleversé : δαιμονᾷ [[δόμος]] κακοῖς ESCHL la maison est bouleversée par le malheur qui survient (le songe de Clytemnestre).<br />'''Étymologie:''' [[δαίμων]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> être au pouvoir d'un dieu;<br /><b>2</b> être possédé, avoir l'esprit égaré ; être troublé, bouleversé : δαιμονᾷ [[δόμος]] κακοῖς ESCHL la maison est bouleversée par le malheur qui survient (le songe de Clytemnestre).<br />'''Étymologie:''' [[δαίμων]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δαιμονάω [δαίμων] bezeten zijn door een demon, waanzinnig zijn:. δαιμονᾷ δόμος κακοῖς het huis is bezeten door demonische ellende Aeschl. Ch. 566. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαιμονάω:''' [[находиться во власти]] (мстящего) божества, быть одержимым, безумствовать, неистовствовать Eur., Xen., Plut., Luc.: ἄχη δαιμονῶν Arph. обезумевший от страданий; δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ Aesch. обреченные судьбой на преступление; δαιμονᾷ [[δόμος]] κακοῖς Aesch. дом поражен (свыше) бедствиями. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δαιμονάω:''' βρίσκομαι [[κάτω]] από την [[εξουσία]] ενός δαίμονα, καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι από θεϊκό [[πνεύμα]]· <i>δαιμονᾶν κακοῖς</i>, [[υποφέρω]] από θεόσταλτες συμφορές, σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>δ. ἐν ἄτᾳ</i>, στον ίδ.· απόλ., κατέχομαι από τη θεϊκή [[δύναμη]], καταλαμβάνομαι από θεϊκή [[μανία]], είμαι [[μανιακός]], [[παραφρονώ]], σε Ευρ., Ξεν. | |lsmtext='''δαιμονάω:''' βρίσκομαι [[κάτω]] από την [[εξουσία]] ενός δαίμονα, καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι από θεϊκό [[πνεύμα]]· <i>δαιμονᾶν κακοῖς</i>, [[υποφέρω]] από θεόσταλτες συμφορές, σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>δ. ἐν ἄτᾳ</i>, στον ίδ.· απόλ., κατέχομαι από τη θεϊκή [[δύναμη]], καταλαμβάνομαι από θεϊκή [[μανία]], είμαι [[μανιακός]], [[παραφρονώ]], σε Ευρ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δαιμονάω''': διατελῶ ὑπὸ τὴν δύναμιν καὶ ἐπίδρασιν δαίμονος, [[πάσχω]] [[θεόθεν]], δαιμονᾷ [[δόμος]] κακοῖς Αἰσχύλ. Χο. 566· δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ ὁ αὐτ. Θήβ. 1001· -ἀπολύτ., κατέχομαι ὑπὸ δαίμονος, εἶμαι [[παράφρων]], Εὐρ. Φοιν. 888, Ξεν. Ἀπομν. 1.1, 9· δαιμονᾷς Μένανδ. Ἑαυτ. τ. 1· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., δ. ἄχη, εἰσὶ προωρισμέναι δι’ ἐμὲ ὑπὸ τοῦ δαίμονος θλίψεις, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to be under the [[power]] of a [[δαίμων]], to [[suffer]] by a [[divine]] [[visitation]], δαιμονᾶν κακοῖς to be plunged in [[heaven]]-sent woes, Aesch.; so, δ. ἐν ἄται Aesch.:— absol. to be [[possessed]], to be mad, Eur., Xen. | |mdlsjtxt=<br />to be under the [[power]] of a [[δαίμων]], to [[suffer]] by a [[divine]] [[visitation]], δαιμονᾶν κακοῖς to be plunged in [[heaven]]-sent woes, Aesch.; so, δ. ἐν ἄται Aesch.:— absol. to be [[possessed]], to be mad, Eur., Xen. | ||
}} | }} |