δάκος: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />animal qui mord, bête dangereuse.<br />'''Étymologie:''' R. Δακ, v. [[δάκνω]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />animal qui mord, bête dangereuse.<br />'''Étymologie:''' R. Δακ, v. [[δάκνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δάκος''': -εος, τό, (√ΔΑΚ, δάκνω), [[ζῷον]], οὗ τὸ [[δῆγμα]] ἐπικίνδυνον· [[ζῷον]] βλαβερόν, ὡς τὸ δακετόν, Αἰσχύλ Πρ. 583, Θήβ. 558· Ἀργεῖον δ., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, ὁ αὐτ. Ἀγ. 824· δάκη θηρῶν, σαρκοβόρα ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 646· θήρειον δ. ὁ αὐτ. Κύκλ. 324. ΙΙ. = [[δῆγμα]], δάγκαμα, δ. κακαγοριᾶν Πίνδ. Π. 2. 97, [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἕτεροι ἀναγινώσκουσι κακαγορίαν· ἀλλὰ πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 454., 5. 30.
|elnltext=δάκος -ους, zonder contr. -εος, τό [δάκνω] beet, bijtende pijn. bijtend dier:. ποντίοις δάκεσι aan zeemonsters Aeschl. PV 583.
}}
{{elru
|elrutext='''δάκος:''' εος (ᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> досл. укус, перен. жало, язвительность (φεύγειν δ. κακαγοριᾶν Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[хищный зверь]] (πόντια δάκη Aesch.): Ἀργεῖον δ. Aesch. аргивский зверь, т. е. троянский конь; δάκη θηρῶν Eur. хищные звери, чудовища.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''δάκος:''' -εος, τό ([[δάκνω]]), ζώο του οποίου το [[δάγκωμα]] είναι επικίνδυνο, δηλητηριώδες [[θηρίο]], σε Αισχύλ.· <i>δάκη θηρῶν</i>, σαρκοβόρα, πεινασμένα θηρία, σε Ευρ.
|lsmtext='''δάκος:''' -εος, τό ([[δάκνω]]), ζώο του οποίου το [[δάγκωμα]] είναι επικίνδυνο, δηλητηριώδες [[θηρίο]], σε Αισχύλ.· <i>δάκη θηρῶν</i>, σαρκοβόρα, πεινασμένα θηρία, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δάκος:''' εος (ᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> досл. укус, перен. жало, язвительность (φεύγειν δ. κακαγοριᾶν Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[хищный зверь]] (πόντια δάκη Aesch.): Ἀργεῖον δ. Aesch. аргивский зверь, т. е. троянский конь; δάκη θηρῶν Eur. хищные звери, чудовища.
|lstext='''δάκος''': -εος, τό, (√ΔΑΚ, δάκνω), [[ζῷον]], οὗ τὸ [[δῆγμα]] ἐπικίνδυνον· [[ζῷον]] βλαβερόν, ὡς τὸ δακετόν, Αἰσχύλ Πρ. 583, Θήβ. 558· Ἀργεῖον δ., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, ὁ αὐτ. Ἀγ. 824· δάκη θηρῶν, σαρκοβόρα ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 646· θήρειον δ. ὁ αὐτ. Κύκλ. 324. ΙΙ. = [[δῆγμα]], δάγκαμα, δ. κακαγοριᾶν Πίνδ. Π. 2. 97, [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἕτεροι ἀναγινώσκουσι κακαγορίαν· ἀλλὰ πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 454., 5. 30.
}}
{{elnl
|elnltext=δάκος -ους, zonder contr. -εος, τό [δάκνω] beet, bijtende pijn. bijtend dier:. ποντίοις δάκεσι aan zeemonsters Aeschl. PV 583.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj