βαλανόω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> verrouiller;<br /><b>2</b> constiper ; <i>Pass.</i> être constipé.<br />'''Étymologie:''' [[βάλανος]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> verrouiller;<br /><b>2</b> constiper ; <i>Pass.</i> être constipé.<br />'''Étymologie:''' [[βάλανος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βᾰλᾰνόω''': [[ἀσφαλίζω]], στερεώνω διὰ βαλάνου (ΙΙ. 3), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 361. – Παθ., βεβαλανωμένος, η, ον, ἀσφαλῶς κεκλεισμένος, ἠσφαλισμένος, [[αὐτόθι]] 370, ὁ αὐτ. Ὄρν. 1159.
|elnltext=[[βαλανόω]] [[βάλανος]] vergrendelen, sluiten; pass. gesloten zijn, vandaar: geconstipeerd zijn. Aristoph. Eccl. 370.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰλᾰνόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[запирать на засов]] (τὴν θύραν Arph.); pf. pass. быть наглухо запертым Arph.;<br /><b class="num">2)</b> pass. [[страдать запором]] Arph.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰλᾰνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[στερεώνω]] με μια <i>βάλανο</i> (βλ. αυτ.)· <i>βεβαλάνωκε τὴν θύραν</i>, σε Αριστοφ.· στην Παθ., <i>βεβαλανωμένος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, ο κλεισμένος με [[ασφάλεια]], ασφαλισμένος, σφραγισμένος, στον ίδ.
|lsmtext='''βᾰλᾰνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[στερεώνω]] με μια <i>βάλανο</i> (βλ. αυτ.)· <i>βεβαλάνωκε τὴν θύραν</i>, σε Αριστοφ.· στην Παθ., <i>βεβαλανωμένος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, ο κλεισμένος με [[ασφάλεια]], ασφαλισμένος, σφραγισμένος, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βᾰλᾰνόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[запирать на засов]] (τὴν θύραν Arph.); pf. pass. быть наглухо запертым Arph.;<br /><b class="num">2)</b> pass. [[страдать запором]] Arph.
|lstext='''βᾰλᾰνόω''': [[ἀσφαλίζω]], στερεώνω διὰ βαλάνου (ΙΙ. 3), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 361. – Παθ., βεβαλανωμένος, η, ον, ἀσφαλῶς κεκλεισμένος, ἠσφαλισμένος, [[αὐτόθι]] 370, ὁ αὐτ. Ὄρν. 1159.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαλανόω]] [[βάλανος]] vergrendelen, sluiten; pass. gesloten zijn, vandaar: geconstipeerd zijn. Aristoph. Eccl. 370.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βάλανος]]<br />to [[fasten]] with a [[bolt]]-pin ([[βάλανος]] II), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ar.:—Pass., βεβαλανωμένος, η, ον, [[shut]] [[close]], secured, Ar.
|mdlsjtxt=[from [[βάλανος]]<br />to [[fasten]] with a [[bolt]]-pin ([[βάλανος]] II), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ar.:—Pass., βεβαλανωμένος, η, ον, [[shut]] [[close]], secured, Ar.
}}
}}