δεινός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ή, όν :<br /><b>A.</b> qui inspire la crainte, <i>et, p. suite</i>, l'étonnement ; <i>particul.</i><br /><b>I.</b> que l'on craint <i>au sens relig.</i> : δεινή [[τε]] καὶ αἰδοίη [[θεός]] IL divinité que l'on craint et que l'on révère;<br /><b>II.</b> que l'on craint, terrible, effrayant ; <i>adv.</i> • δεινὸν ἀῧσαι IL pousser un cri terrible ; δεινὸν δέρκεσθαι IL, δεινὰ [[ἰδών]] IL regarder, regardant d'un air terrible ; avoir, ayant un aspect terrible ; τὸ δεινόν ESCHL chose horrible;<br /><b>III.</b> qui peut inspirer de la crainte, dangereux : δεινὸν γίγνεται [[μή]] HDT il est à craindre que, il y a danger que ; οὐδὲν δεινοὶ ἔσονται μὴ [[ἀποστέωσι]] HDT il n’y a pas de danger qu’ils en viennent à faire défection;<br /><b>IV.</b> <i>p. ext.</i> mauvais, malfaisant, funeste : δεινὰ παθεῖν, souffrir d'indignes traitements ; [[δεινὸν ποιεῖσθαι]], tenir pour chose indigne, s'indigner ; δεινὰ ποιεῖν, <i>m. sign.</i> ; τὸν δὲ δεινόν [[τι]] ἔσχε αὐτόν avec l'inf. HDT il fut saisi d'indignation que;<br /><b>V.</b> qui frappe l'imagination, étonnant, extraordinaire :<br /><b>1</b> fort, puissant : δεινὸν τὸ τίκτειν ἐστίν SOPH c'est quelquechose de bien fort, de bien puissant que d'être mère;<br /><b>2</b> extraordinaire, étrange : δεινόν γ’ εἶπας SOPH tu as dit une chose étrange ; δεινὰ ποιεῖσθαι (<i>v. ci-dessus</i>) tenir pour chose étrange, s'étonner;<br /><b>3</b> <i>en parl. de pers.</i> merveilleusement doué, extraordinairement habile, <i>d'ord. en b. part avec une nuance de blâme ou d'ironie</i> : γλώσσῃ δεινὴ καὶ [[σοφός]] SOPH à la langue habile et avisée (Ulysse) ; <i>qqf en mauv. part</i>;<br /><b>B.</b> qui craint ; τὸ δεινόν, frayeur, terreur.<br />'''Étymologie:''' [[δείδω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>A.</b> qui inspire la crainte, <i>et, p. suite</i>, l'étonnement ; <i>particul.</i><br /><b>I.</b> que l'on craint <i>au sens relig.</i> : δεινή [[τε]] καὶ αἰδοίη [[θεός]] IL divinité que l'on craint et que l'on révère;<br /><b>II.</b> que l'on craint, terrible, effrayant ; <i>adv.</i> • δεινὸν ἀῧσαι IL pousser un cri terrible ; δεινὸν δέρκεσθαι IL, δεινὰ [[ἰδών]] IL regarder, regardant d'un air terrible ; avoir, ayant un aspect terrible ; τὸ δεινόν ESCHL chose horrible;<br /><b>III.</b> qui peut inspirer de la crainte, dangereux : δεινὸν γίγνεται [[μή]] HDT il est à craindre que, il y a danger que ; οὐδὲν δεινοὶ ἔσονται μὴ [[ἀποστέωσι]] HDT il n’y a pas de danger qu’ils en viennent à faire défection;<br /><b>IV.</b> <i>p. ext.</i> mauvais, malfaisant, funeste : δεινὰ παθεῖν, souffrir d'indignes traitements ; [[δεινὸν ποιεῖσθαι]], tenir pour chose indigne, s'indigner ; δεινὰ ποιεῖν, <i>m. sign.</i> ; τὸν δὲ δεινόν [[τι]] ἔσχε αὐτόν avec l'inf. HDT il fut saisi d'indignation que;<br /><b>V.</b> qui frappe l'imagination, étonnant, extraordinaire :<br /><b>1</b> fort, puissant : δεινὸν τὸ τίκτειν ἐστίν SOPH c'est quelquechose de bien fort, de bien puissant que d'être mère;<br /><b>2</b> extraordinaire, étrange : δεινόν γ’ εἶπας SOPH tu as dit une chose étrange ; δεινὰ ποιεῖσθαι (<i>v. ci-dessus</i>) tenir pour chose étrange, s'étonner;<br /><b>3</b> <i>en parl. de pers.</i> merveilleusement doué, extraordinairement habile, <i>d'ord. en b. part avec une nuance de blâme ou d'ironie</i> : γλώσσῃ δεινὴ καὶ [[σοφός]] SOPH à la langue habile et avisée (Ulysse) ; <i>qqf en mauv. part</i>;<br /><b>B.</b> qui craint ; τὸ δεινόν, frayeur, terreur.<br />'''Étymologie:''' [[δείδω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δεινός''': , -όν, (ἐκ τοῦ [[δέος]], [[κυρίως]] δεεινός, πρβλ. ἐλεεινὸς ἐκ τοῦ [[ἔλεος]])· ― [[φοβερός]], [[τρομερός]], [[φρικτός]], [[σκληρός]], [[ἄγριος]]· αὕτη [[εἶναι]] ἡ [[κυρία]] [[σημασία]] παρ᾿ Ὁμ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, [[θεός]], [[Χάρυβδις]], [[κλαγγή]], ὅπλα, κτλ.· [[συχνάκις]] καὶ ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῆς μάχης καὶ τῶν τοιούτων, δεινὸν ἀϋτεῖν, βροντᾶν, κράζειν, φωνάζειν, βροντᾶν φοβερῶς, φρικτῶς, Ἰλ.· δεινὸν δέρκεσθαι, παπταίνειν, φοβερὰ βλέπειν, περιβλέπειν, Ὅμ.· δεινὰ ἰδὼν Ἰλ. Ο. 13· ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]], δεινὸς ἰδέσθαι, φοβερὸς νὰ τὸν ἴδῃ τις. Ὀδ. Χ. 405· δεινὸς μὲν ὁρᾶν, δ. δὲ κλύειν Σοφ. Ο, Κ. 141· δεινὸν τῳ ἀκοῦσαι Θουκ. 1.122· δεινὴ παρὰ τοῖς εἰδόσιν ἡ ([[βάσανος]]) Ἀνδροκ. 5. 13· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἠπιωτέρας ἐννοίας, [[σεβαστός]], [[σεπτός]], δεινή τε καὶ αἰδοίῃ θεὸς Ἰλ. Σ. 394, πρβλ. Γ. 172, Ὀδ. Θ. 22, κτλ.· ― οὕτω δὲ καὶ παρ᾿ ἅπασι τοῖς μεταγεν. συγγραφ. ― Ἀπὸ Ἡροδ. καὶ [[ἐφεξῆς]], τὸ δεινόν, [[κίνδυνος]], [[συμφορά]], [[πάθημα]]· [[ἀλλά]], τὸ δ., [[ὡσαύτως]], πᾶν τρομερὸν [[πρᾶγμα]]. Αἰσχύλ. Χο. 634· [[φόβος]], [[τρόμος]], terror, ὁ αὐτ. Εὐμ. 516· [[ὅπου]] τὸ δ., ἐλπὶς οὐδὲν ὠφελεῖ Σοφ. Ἀποσπ. 205· πρὸς τὸ δ. ἔρχεσθαι [[αὐτόθι]] 322· οὕτω κατὰ πληθ., τὰ δείν᾿ ὁρᾶν ὁ αὐτ. Φ. 504· εἰ δείν᾿ ἔδρασας, δεινὰ καὶ παθεῖν σε δεῖ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 11, κτλ.· ― δεινὸν γίγνεται μή…, ὑπάρχει [[κίνδυνος]] [[μήπως]]…, Ἡρόδ. 7. 157· [[ὡσαύτως]], οὐδὲν δεινοί, μὴ ἀποστέωσιν, οὐδεὶς [[φόβος]] περὶ ἀποστασίας αὐτῶν, ὁ αὐτ. 1. 155, κτλ.· ― δεινὸν ἐστι, μετ᾿ ἀπαρ., [[εἶναι]] ἐπικίνδυνον νὰ πράξῃ τις, Λυσ. 128. 16· ― [[δεινὸν ποιεῖσθαι]] (οὕτω, δεινὰ ποιεῖν Ἡρόδ. 3. 14), θεωρῶ τι κακόν, «τὸ παίρνω βαρειά», παραπονοῦμαι διά τι, ἀγανακτῶ, [[βαρέως]] [[φέρω]], Λατ. aegre ferre, [[συχνάκις]] παρ᾿ Ἡροδ. κτλ.· ἀπολ. ἢ μετ' ἀπαρ., ὡς 1. 127., 5. 41, κτλ.· [[ὡσαύτως]], δεινόν τι ἔσχε αὐτόν, μετ᾿ ἀπαρ., 1. 61: δεινὰ παθεῖν, σπανιώτερον ἑνικῶς, δεινὸν π., [[ὑποφέρω]] ἐκ φοβεροῦ, ἀνόμου, ἀδίκου καὶ αὐθαιρέτου τρόπου· συχν. παρ᾿ Ἀττ., Ἐλμσλ. Ἀχ. 393· πρβλ. δεινολογέομαι, -παθέω, -[[ποιέω]], καὶ ἴδε ἐν λ. [[σχέτλιος]] ἐν τέλ. ― Οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., δεινῶς φέρειν Ἡρόδ. 2. 121, 3· δ. ἔχειν, εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, Ἀντιφῶν 111. 34, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 23· δεινῶς διατεθῆναι τυπτόμενος Λυσ. 98.38. ΙΙ. εἰς ταύτην τὴν ἔννοιαν προστίθεται ἔννοιά τις δυνάμεως ἢ ἰσχύος, θαυμασίως [[ἰσχυρός]], [[ἰσχυρός]], δυνατὸς διὰ καλὸν ἢ διὰ κακόν· [[ἐντεῦθεν]] [[συχνάκις]] παρ᾿ Ὁμ. ἐπὶ τῶν θεῶν [[ἄνευ]] τῆς ἐννοίας τοῦ φοβεροῦ· οὕτω, δεινὸν [[σάκος]], ἡ ἰσχυρὰ [[ἀσπίς]], Ἰλ. Η. 245· ― καὶ ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], [[παράδοξος]], τὸ συγγενές τοι δεινὸν ἥ θ᾿ [[ὁμιλία]], ἡ [[συγγένεια]] καὶ ἡ συναναστροφὴ ἔχουσι παράδοξον δύναμιν, Αἰσχύλ. Πρ. 39· δ. τὸ κοινὸν σπλάχνον ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 1031, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 333· δ. [[ἵμερος]], [[ἔρως]], [[δέος]], κτλ., Ἡρόδ. 9. 3, κτλ.· [[οἶκτος]] Σοφ. Τρ. 298, κτλ.· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ φράσει δεινὸν ἂν εἴη, εἰ…, θὰ ἦτο παράδοξον…, ὡς Εὐρ. Ἐκ. 592· δεινότατον μή… Ἀνδοκ. 23. 34. ― Ἐπίρρ. δεινῶς, θαυμασίως, καθ᾿ ὑπερβολήν, ὡς τὸ αἰνῶς παρ᾿ Ὁμ.· δ. [[μέλας]], [[ἄνυδρος]] Ἡρόδ. 2.76, 149· δ. ἐν φυλακῇσι [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 3.152· καὶ οὕτω παρ᾿ Ἀττ., δ. πώς εἰμ᾿ [[ἐπιλήσμων]] Μεταγ. Αὔρ. 3, κτλ. ΙΙΙ. ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ ἰσχυροῦ, θαυμασίου, μετέβη ἡ [[λέξις]] εἰς τὴν τοῦ ἰκανοῦ, ἐπιτηδίου, ἐμπείρου, πρῶτον παρ᾿ Ἡροδ. 5. 23, ἀνὴρ [[δεινός]] τε καὶ [[σοφός]]· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, γλώσσῃ… δεινοῦ καὶ σοφοῦ Σοφ. Φ. 440, πρβλ. Ο. Κ. 806· πρβλ. Ἀντιφῶντα 116. 33, Λυσ. 109. 20· ― αὕτη ἡ [[σημασία]] ἐγένετο κοινὴ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Πλάτωνος, ἴδε Πρωταγ. 341Β· ἰδίως ἐπὶ πρακτικῇ ἱκανότητι καὶ ἐμπειρίᾳ, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[σοφός]], Φαίδρ. 245C, Θεαιτ. 164D· ― συχν. μετ᾿ ἀπαρεμφ., δεινὸς εὑρεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 59· δεινοὶ πλέκειν τοι μηχανὰς Αἰγύπτιοι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 312· δεινὸς λέγειν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ νὰ ὁμιλῇ, ἱκανὸς εἰς τὸν λόγον, Σοφ. Ο. Τ. 545, κτλ.· (δ. εἰπεῖν [[εἶναι]] σπάνιον, Δημ. 502. 28, [[ἔνθα]] ἴδε Wolf Lept. σ. 370)· δεινὸς [[φαγεῖν]] Ἀριστοφ. Νεφ. 243· δεινὸς πράγμασι χρῆσθαι Δημ. 10. 3, κτλ.· αἱ εὐπραξίαι δειναὶ συγκρύψαι τὰ ὀνείδη, ἔχουσιν ἀξιοθαύμαστον δύναμιν νὰ…, ὁ αὐτ. 23. 27·― [[ὡσαύτως]] μ. αἰτ., δεινὸς τὴν τέχνην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 364, Πλάτ. Εὐθυδ. 304D· δ. [[περί]] τι ἢ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολ. 405C, Ἴωνι 531Α· δ. [[ἀμφί]] τι Ἀρρ. Τακτ. 14, ἢ ἔν τινι Τιμοκλ. (Ἀθήν. 341F), ἢ κατά τι Αἰλ. Π. . 3, 1, εἴς τι Ἀριστοφ. Βατρ. 968· ― ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, δεινὸς [[εἶναι]] [[ἄνθρωπος]] φύσει ὀξὺς καὶ εὐφυής, [[ὅστις]] διὰ καλῆς ἀγωγῆς δύναται νὰ γείνῃ [[φρόνιμος]], διὰ δὲ κακῆς [[πανοῦργος]]· [[μάλιστα]] τὸ δεινὸς [[συχνάκις]] σημαίνει [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] εὐφυής, Πλάτ. Εὐθύφρ. 3C· δ. ὑπὸ πανουργίας ὁ αὐτ. Θεαιτ. 175D. ― Ἐπίρρ. δεινοτέρως, Σχ. εἰς Ὅμηρον καὶ δεινοτάτως Χρησμ. Σιβ. Β, 291.
|elnltext=δεινός -ή -όν [~ δείδω] angstaanjagend, vreselijk:; δεινή... θεός een angstaanjagende godin Il. 18.394; ἡγούμεθα δ’ ἡμεῖς δεινὰ μὲν εἶναι ἃ καὶ δέος παρέχει wij denken dat datgene vreselijk is wat inderdaad vrees opwekt Plat. Lach. 198b; met inf.:; δ. ἰδέσθαι vreselijk om te zien Od. 22.405; n. adv.:; δεινὸν δερκομένη met angstaanjagende blik Il. 11.37; subst.: τὸ δεινόν het vreeswekkende Aeschl. Eum. 517; ᾔκασεν δέ τις τὸ δεινὸν αὖ Λημνίοισι πήμασιν men vergeleek de verschrikking later met de gruwelen op Lemnos Aeschl. Ch. 634; τὸ δεινόν τὸ πείσομαι het gevaar dat ik zal lopen Hdt. 7.11.4; ὡς δεινὰ πάσχω wat een vreselijk lot onderga ik Eur. Andr. 395; δεινὸν ποιεύμενοι ὑπὸ Μήδων ἄρχεσθαι omdat ze het vreselijk vonden dat zij door de Meden overheerst werden Hdt. 1.127.1; δεινὰ ποιεῖν misbaar maken Hdt. 3.14.6; τὸν δὲ δεινόν τι ἔσχε ἀτιμάζεσθαι πρὸς Πεισιστράτου grote verontwaardiging greep hem aan dat hij van de kant van Peisistratus in zijn eer gekrenkt werd Hdt. 1.61.2. erg, gevaarlijk:; τὸ δ’ εἰδέναι τί δεινόν; wat voor ergs is kennis? Soph. Tr. 549; οὐ(δὲν) δεινὸν μή er is geen gevaar dat:; οὐ γὰρ ἦν δεινόν... μὴ ἁλῷ want er was geen gevaar dat hij gepakt zou worden Hdt. 1.84.2; ook in pers. constr. δεινός εἰμι met inf. of μή:; οὐδὲν δεινοί τοι ἔσονται μὴ ἀποστέωσι u hoeft niet te vrezen dat zij u in de steek zullen laten Hdt. 1.155.4; δεινόν ἐστι het is erg:. δεινόν γ’ ἂν εἴη, εἰ het zou erg zijn, als And. 1.30; ὃ δὲ παντῶν δεινότατον en wat het ergst van alles is Isocr. 4.128. indrukwekkend, ontzagwekkend, imponerend:; δεινὸν σάκος een ontzagwekkend schild Il. 7.245; geweldig, buitengewoon:. δεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμεν de gemeenschappelijke schoot waaruit wij voortkomen is ontzagwekkend Aeschl. Sept. 1031; κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει en niets is geweldiger dan de mens Soph. Ant. 333; δεινότατος ἑαυτοῦ ἦσθα jij stond op het toppunt van je kunnen Xen. Mem. 1.2.46. geducht, bedreven, handig, knap, van pers.:; γλώσσῃ δ. goed van de tongriem gesneden Soph. Ph. 440; met acc.:; δεινός ἐστι τὴν τέχνην hij is bedreven in zijn vak Aristoph. Eccl. 364; met inf.:; δ. εὑρεῖν goed in het vinden Aeschl. PV 59; λέγειν σὺ δεινός jij bent knap in het spreken Soph. OT 545; δεινότατος ὢν τῶν νῦν γράφειν de meest deskundige tekstschrijver van de huidige generatie Plat. Phaedr. 228a; met prep.:; περὶ Ὁμήρου δεινός deskundig inzake Homerus Plat. Ion 531a; δεινὸς εἰς τὰ πάντα deskundig op alle gebieden Aristoph. Ran. 968; overdr.: νόσος... δεινὴ φαγεῖν een vreetgrage ziekte Aristoph. Nub. 243. adv. δεινῶς vreselijk, buitengewoon, zeer:. δεινῶς ἔχει μοι ταῦτα τολμῆσαι het is vreselijk voor mij daartoe de moed te hebben Eur. IA 1257; δεινῶς φέρειν het zich vreselijk aantrekken Hdt. 2.121γ.2; ἄνυδρος δεινῶς vreselijk dor Hdt. 2.149.5.
}}
{{elru
|elrutext='''δεινός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[внушающий благоговейный трепет или священный ужас]] ([[θεός]] Hom.): Στυγὸς [[ὕδωρ]] [[ὅστε]] [[ὅρκος]] δεινότατος θεοῖσιν Hom. вода Стикса, клятва которой наиболее священна для богов;<br /><b class="num">2)</b> [[страшный]], [[ужасный]], [[грозный]] ([[Χάρυβδις]] [[Σκύλλη]] τε, [[πέλωρα]] [[θεῶν]] Hom.; [[πόλεμος]] Pind., Plat.): δ. [[ἰδέσθαι]] Hom. или ὁρᾶν Soph. страшный на вид; δεινὸν или δεινὰ ποιεῖν или ποιεῖσθαι τι Her., Thuc., Luc. считать ужасным что-л., ужасаться чему-л.; тж. выражать отчаяние, возмущаться или негодовать по поводу чего-л. (ср. 4); [[τοῦτο]] δεινὸν γίνεται μὴ … Her. существует опасность, что …; οὐδὲν δεινὸν [[αὐτῷ]] [[μήποτε]] ἀδικηθῇ Plat. нечего опасаться, чтобы ему могла быть когда-либо нанесена обида; δεινὰ [[παθεῖν]] Her., Thuc., Plat., Arph. подвергнуться суровому наказанию, претерпеть, выстрадать;<br /><b class="num">3)</b> перен. страшный, ужасный, в знач. необычайный, огромный ([[σάκος]] Hom.; [[ἵμερος]] Her.; ἐπιθυμίαι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[странный]], [[неслыханный]]: δεινὸν φωνεῖς Soph. или δεινὸν [[πρᾶγμα]] λέγεις Plat. странную вещь ты говоришь; δεινὰ ποιεῖσθαι Xen. поражаться, изумляться (ср. 2);<br /><b class="num">5)</b> важный, значительный, тж. великий, замечательный; превосходный ([[σοφιστής]] Eur., Plut.; [[ἀκοντιστής]] Plat.; [[ῥήτωρ]] Dem.; [[στρατηγός]] Arst.): δ. τι Arph., Xen., Plat., περί τι Plat., Arst., Plut., περί τινος Plat., εἴς τι Arph., τινι Soph. и ποιεῖν τι Soph., Arph., Arst., Plut. искусный в чем-л.; δεινὸν τὸ τίκτειν ἐστίν Soph., Eur. материнство - великое дело.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''δεινός:''' -ή, -όν (από το [[δέος]], [[κυρίως]] <i>δεεινός</i>, πρβλ. [[ἐλεεινός]], [[ἐλεινός]], από το [[ἔλεος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τρομερός]], [[φοβερός]], [[φρικτός]], [[σκληρός]], [[άγριος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>δεινὸν ἀϋτεῖν</i>, <i>βροντᾶν</i>, [[φωνάζω]], [[αστράφτω]] με [[δύναμη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δεινὸν δέρκεσθαι</i>, <i>παπταίνειν</i>, [[ἰδεῖν]], [[κοιτάζω]] με φοβερό [[βλέμμα]], σε Όμηρ.· [[αλλά]] δεινὸς [[ἰδέσθαι]], [[φοβερός]] στην όψη, σε Ομήρ. Οδ.· <i>δεινὸς μὲν ὁρᾶν</i>, <i>δεινὸς δὲ κλύειν</i>, σε Σοφ.· <i>τὸ δεινόν</i>, [[κίνδυνος]], [[δυστυχία]], [[συμφορά]], [[πάθημα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, τὰ [[δεινά]]</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>οὐδὲν δεινοί</i>, <i>μὴ ἀποστέωσιν</i>, [[κανένας]] [[φόβος]] αποστασίας τους, σε Ηρόδ.· [[δεινὸν ποιεῖσθαι]], «[[παίρνω]]» [[κάτι]] [[βαριά]], το [[φέρω]] [[βαρέως]], [[αγανακτώ]], [[θεωρώ]] [[κακό]], [[παραπονιέμαι]] για ένα [[πράγμα]], Λατ. [[aegre]] ferre, στον ίδ. κ.λπ.· δεινὰ [[παθεῖν]], [[υπόκειμαι]] σε τρομερή, παράνομη, αυθαίρετη [[μεταχείριση]], σε Αττ.· ομοίως στο επίρρ., [[δεινῶς]] φέρειν, σε Ηρόδ.· <i>δ. ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε δυσκολίες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> με την [[έννοια]] της ισχύος και της δύναμης, [[δυνατός]], [[ικανός]], [[ισχυρός]]· δεινὸν [[σάκος]], [[μεγάλη]] και δυνατή [[ασπίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], [[παράδοξος]]· τὸ συγγενές [[τοι]] δεινόν, η [[συγγένεια]] έχει παράξενη [[δύναμη]], σε Αισχύλ.· δ. [[ἵμερος]], [[ἔρως]], [[δέος]], σε Ηρόδ.· <i>δεινὸν ἂν εἴη</i>, <i>εἰ..</i>., θα ήταν [[παράδοξο]] να..., σε Ευρ.· επίρρ. <i>-νῶς</i>, θαυμάσια, υπερβολικά· δ. [[μέλας]], [[ἄνυδρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> η [[σημασία]] του [[δυνατός]], [[θαυμάσιος]], μετετράπη σε [[εκείνη]] του [[ικανός]], [[έξυπνος]], [[επιδέξιος]], στον ίδ., σε Αττ.· [[ιδίως]], λέγεται για την πρακτική [[επιδεξιότητα]], αντίθ. προς το [[σοφός]], σε Πλάτ.· με απαρ., δεινὸς [[εὑρεῖν]], [[ευφυής]], [[έξυπνος]] ως προς τις εφευρέσεις, [[επινοητικός]], ευρηματικός, σε Αισχύλ.· <i>δεινὸς λέγειν</i>, σε Σοφ.· δεινὸς πράγμασι [[χρῆσθαι]], σε Δημ.· επίσης με αιτ., <i>δεινὸς τὴν τέχνην</i>, σε Πλάτ.· δ. [[περί]] τι ή <i>τινος</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''δεινός:''' -ή, -όν (από το [[δέος]], [[κυρίως]] <i>δεεινός</i>, πρβλ. [[ἐλεεινός]], [[ἐλεινός]], από το [[ἔλεος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τρομερός]], [[φοβερός]], [[φρικτός]], [[σκληρός]], [[άγριος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>δεινὸν ἀϋτεῖν</i>, <i>βροντᾶν</i>, [[φωνάζω]], [[αστράφτω]] με [[δύναμη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δεινὸν δέρκεσθαι</i>, <i>παπταίνειν</i>, [[ἰδεῖν]], [[κοιτάζω]] με φοβερό [[βλέμμα]], σε Όμηρ.· [[αλλά]] δεινὸς [[ἰδέσθαι]], [[φοβερός]] στην όψη, σε Ομήρ. Οδ.· <i>δεινὸς μὲν ὁρᾶν</i>, <i>δεινὸς δὲ κλύειν</i>, σε Σοφ.· <i>τὸ δεινόν</i>, [[κίνδυνος]], [[δυστυχία]], [[συμφορά]], [[πάθημα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, τὰ [[δεινά]]</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>οὐδὲν δεινοί</i>, <i>μὴ ἀποστέωσιν</i>, [[κανένας]] [[φόβος]] αποστασίας τους, σε Ηρόδ.· [[δεινὸν ποιεῖσθαι]], «[[παίρνω]]» [[κάτι]] [[βαριά]], το [[φέρω]] [[βαρέως]], [[αγανακτώ]], [[θεωρώ]] [[κακό]], [[παραπονιέμαι]] για ένα [[πράγμα]], Λατ. [[aegre]] ferre, στον ίδ. κ.λπ.· δεινὰ [[παθεῖν]], [[υπόκειμαι]] σε τρομερή, παράνομη, αυθαίρετη [[μεταχείριση]], σε Αττ.· ομοίως στο επίρρ., [[δεινῶς]] φέρειν, σε Ηρόδ.· <i>δ. ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε δυσκολίες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> με την [[έννοια]] της ισχύος και της δύναμης, [[δυνατός]], [[ικανός]], [[ισχυρός]]· δεινὸν [[σάκος]], [[μεγάλη]] και δυνατή [[ασπίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], [[παράδοξος]]· τὸ συγγενές [[τοι]] δεινόν, η [[συγγένεια]] έχει παράξενη [[δύναμη]], σε Αισχύλ.· δ. [[ἵμερος]], [[ἔρως]], [[δέος]], σε Ηρόδ.· <i>δεινὸν ἂν εἴη</i>, <i>εἰ..</i>., θα ήταν [[παράδοξο]] να..., σε Ευρ.· επίρρ. <i>-νῶς</i>, θαυμάσια, υπερβολικά· δ. [[μέλας]], [[ἄνυδρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> η [[σημασία]] του [[δυνατός]], [[θαυμάσιος]], μετετράπη σε [[εκείνη]] του [[ικανός]], [[έξυπνος]], [[επιδέξιος]], στον ίδ., σε Αττ.· [[ιδίως]], λέγεται για την πρακτική [[επιδεξιότητα]], αντίθ. προς το [[σοφός]], σε Πλάτ.· με απαρ., δεινὸς [[εὑρεῖν]], [[ευφυής]], [[έξυπνος]] ως προς τις εφευρέσεις, [[επινοητικός]], ευρηματικός, σε Αισχύλ.· <i>δεινὸς λέγειν</i>, σε Σοφ.· δεινὸς πράγμασι [[χρῆσθαι]], σε Δημ.· επίσης με αιτ., <i>δεινὸς τὴν τέχνην</i>, σε Πλάτ.· δ. [[περί]] τι ή <i>τινος</i>, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δεινός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[внушающий благоговейный трепет или священный ужас]] ([[θεός]] Hom.): Στυγὸς [[ὕδωρ]] [[ὅστε]] [[ὅρκος]] δεινότατος θεοῖσιν Hom. вода Стикса, клятва которой наиболее священна для богов;<br /><b class="num">2)</b> [[страшный]], [[ужасный]], [[грозный]] ([[Χάρυβδις]] [[Σκύλλη]] τε, [[πέλωρα]] [[θεῶν]] Hom.; [[πόλεμος]] Pind., Plat.): δ. [[ἰδέσθαι]] Hom. или ὁρᾶν Soph. страшный на вид; δεινὸν или δεινὰ ποιεῖν или ποιεῖσθαι τι Her., Thuc., Luc. считать ужасным что-л., ужасаться чему-л.; тж. выражать отчаяние, возмущаться или негодовать по поводу чего-л. (ср. 4); [[τοῦτο]] δεινὸν γίνεται μὴ … Her. существует опасность, что …; οὐδὲν δεινὸν [[αὐτῷ]] [[μήποτε]] ἀδικηθῇ Plat. нечего опасаться, чтобы ему могла быть когда-либо нанесена обида; δεινὰ [[παθεῖν]] Her., Thuc., Plat., Arph. подвергнуться суровому наказанию, претерпеть, выстрадать;<br /><b class="num">3)</b> перен. страшный, ужасный, в знач. необычайный, огромный ([[σάκος]] Hom.; [[ἵμερος]] Her.; ἐπιθυμίαι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[странный]], [[неслыханный]]: δεινὸν φωνεῖς Soph. или δεινὸν [[πρᾶγμα]] λέγεις Plat. странную вещь ты говоришь; δεινὰ ποιεῖσθαι Xen. поражаться, изумляться (ср. 2);<br /><b class="num">5)</b> важный, значительный, тж. великий, замечательный; превосходный ([[σοφιστής]] Eur., Plut.; [[ἀκοντιστής]] Plat.; [[ῥήτωρ]] Dem.; [[στρατηγός]] Arst.): δ. τι Arph., Xen., Plat., περί τι Plat., Arst., Plut., περί τινος Plat., εἴς τι Arph., τινι Soph. и ποιεῖν τι Soph., Arph., Arst., Plut. искусный в чем-л.; δεινὸν τὸ τίκτειν ἐστίν Soph., Eur. материнство - великое дело.
|lstext='''δεινός''': -ή, -όν, (ἐκ τοῦ [[δέος]], [[κυρίως]] δεεινός, πρβλ. ἐλεεινὸς ἐκ τοῦ [[ἔλεος]])· ― [[φοβερός]], [[τρομερός]], [[φρικτός]], [[σκληρός]], [[ἄγριος]]· αὕτη [[εἶναι]] ἡ [[κυρία]] [[σημασία]] παρ᾿ Ὁμ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, [[θεός]], [[Χάρυβδις]], [[κλαγγή]], ὅπλα, κτλ.· [[συχνάκις]] καὶ ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῆς μάχης καὶ τῶν τοιούτων, δεινὸν ἀϋτεῖν, βροντᾶν, κράζειν, φωνάζειν, βροντᾶν φοβερῶς, φρικτῶς, Ἰλ.· δεινὸν δέρκεσθαι, παπταίνειν, φοβερὰ βλέπειν, περιβλέπειν, Ὅμ.· δεινὰ ἰδὼν Ἰλ. Ο. 13· ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]], δεινὸς ἰδέσθαι, φοβερὸς νὰ τὸν ἴδῃ τις. Ὀδ. Χ. 405· δεινὸς μὲν ὁρᾶν, δ. δὲ κλύειν Σοφ. Ο, Κ. 141· δεινὸν τῳ ἀκοῦσαι Θουκ. 1.122· δεινὴ παρὰ τοῖς εἰδόσιν ἡ ([[βάσανος]]) Ἀνδροκ. 5. 13· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἠπιωτέρας ἐννοίας, [[σεβαστός]], [[σεπτός]], δεινή τε καὶ αἰδοίῃ θεὸς Ἰλ. Σ. 394, πρβλ. Γ. 172, Ὀδ. Θ. 22, κτλ.· ― οὕτω δὲ καὶ παρ᾿ ἅπασι τοῖς μεταγεν. συγγραφ. ― Ἀπὸ Ἡροδ. καὶ [[ἐφεξῆς]], τὸ δεινόν, [[κίνδυνος]], [[συμφορά]], [[πάθημα]]· [[ἀλλά]], τὸ δ., [[ὡσαύτως]], πᾶν τρομερὸν [[πρᾶγμα]]. Αἰσχύλ. Χο. 634· [[φόβος]], [[τρόμος]], terror, ὁ αὐτ. Εὐμ. 516· [[ὅπου]] τὸ δ., ἐλπὶς οὐδὲν ὠφελεῖ Σοφ. Ἀποσπ. 205· πρὸς τὸ δ. ἔρχεσθαι [[αὐτόθι]] 322· οὕτω κατὰ πληθ., τὰ δείν᾿ ὁρᾶν ὁ αὐτ. Φ. 504· εἰ δείν᾿ ἔδρασας, δεινὰ καὶ παθεῖν σε δεῖ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 11, κτλ.· ― δεινὸν γίγνεται μή…, ὑπάρχει [[κίνδυνος]] [[μήπως]]…, Ἡρόδ. 7. 157· [[ὡσαύτως]], οὐδὲν δεινοί, μὴ ἀποστέωσιν, οὐδεὶς [[φόβος]] περὶ ἀποστασίας αὐτῶν, ὁ αὐτ. 1. 155, κτλ.· ― δεινὸν ἐστι, μετ᾿ ἀπαρ., [[εἶναι]] ἐπικίνδυνον νὰ πράξῃ τις, Λυσ. 128. 16· ― [[δεινὸν ποιεῖσθαι]] (οὕτω, δεινὰ ποιεῖν Ἡρόδ. 3. 14), θεωρῶ τι κακόν, «τὸ παίρνω βαρειά», παραπονοῦμαι διά τι, ἀγανακτῶ, [[βαρέως]] [[φέρω]], Λατ. aegre ferre, [[συχνάκις]] παρ᾿ Ἡροδ. κτλ.· ἀπολ. ἢ μετ' ἀπαρ., ὡς 1. 127., 5. 41, κτλ.· [[ὡσαύτως]], δεινόν τι ἔσχε αὐτόν, μετ᾿ ἀπαρ., 1. 61: δεινὰ παθεῖν, σπανιώτερον ἑνικῶς, δεινὸν π., [[ὑποφέρω]] ἐκ φοβεροῦ, ἀνόμου, ἀδίκου καὶ αὐθαιρέτου τρόπου· συχν. παρ᾿ Ἀττ., Ἐλμσλ. Ἀχ. 393· πρβλ. δεινολογέομαι, -παθέω, -[[ποιέω]], καὶ ἴδε ἐν λ. [[σχέτλιος]] ἐν τέλ. ― Οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., δεινῶς φέρειν Ἡρόδ. 2. 121, 3· δ. ἔχειν, εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, Ἀντιφῶν 111. 34, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 23· δεινῶς διατεθῆναι τυπτόμενος Λυσ. 98.38. ΙΙ. εἰς ταύτην τὴν ἔννοιαν προστίθεται ἔννοιά τις δυνάμεως ἢ ἰσχύος, θαυμασίως [[ἰσχυρός]], [[ἰσχυρός]], δυνατὸς διὰ καλὸν ἢ διὰ κακόν· [[ἐντεῦθεν]] [[συχνάκις]] παρ᾿ Ὁμ. ἐπὶ τῶν θεῶν [[ἄνευ]] τῆς ἐννοίας τοῦ φοβεροῦ· οὕτω, δεινὸν [[σάκος]], ἡ ἰσχυρὰ [[ἀσπίς]], Ἰλ. Η. 245· ― καὶ ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]], [[παράδοξος]], τὸ συγγενές τοι δεινὸν ἥ θ᾿ [[ὁμιλία]], ἡ [[συγγένεια]] καὶ ἡ συναναστροφὴ ἔχουσι παράδοξον δύναμιν, Αἰσχύλ. Πρ. 39· δ. τὸ κοινὸν σπλάχνον ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 1031, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 333· δ. [[ἵμερος]], [[ἔρως]], [[δέος]], κτλ., Ἡρόδ. 9. 3, κτλ.· [[οἶκτος]] Σοφ. Τρ. 298, κτλ.· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ φράσει δεινὸν ἂν εἴη, εἰ…, θὰ ἦτο παράδοξον…, ὡς Εὐρ. Ἐκ. 592· δεινότατον μή… Ἀνδοκ. 23. 34. ― Ἐπίρρ. δεινῶς, θαυμασίως, καθ᾿ ὑπερβολήν, ὡς τὸ αἰνῶς παρ᾿ Ὁμ.· δ. [[μέλας]], [[ἄνυδρος]] Ἡρόδ. 2.76, 149· δ. ἐν φυλακῇσι [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 3.152· καὶ οὕτω παρ᾿ Ἀττ., δ. πώς εἰμ᾿ [[ἐπιλήσμων]] Μεταγ. Αὔρ. 3, κτλ. ΙΙΙ. ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ ἰσχυροῦ, θαυμασίου, μετέβη ἡ [[λέξις]] εἰς τὴν τοῦ ἰκανοῦ, ἐπιτηδίου, ἐμπείρου, πρῶτον παρ᾿ Ἡροδ. 5. 23, ἀνὴρ [[δεινός]] τε καὶ [[σοφός]]· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, γλώσσῃ… δεινοῦ καὶ σοφοῦ Σοφ. Φ. 440, πρβλ. Ο. Κ. 806· πρβλ. Ἀντιφῶντα 116. 33, Λυσ. 109. 20· ― αὕτη ἡ [[σημασία]] ἐγένετο κοινὴ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Πλάτωνος, ἴδε Πρωταγ. 341Β· ἰδίως ἐπὶ πρακτικῇ ἱκανότητι καὶ ἐμπειρίᾳ, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[σοφός]], Φαίδρ. 245C, Θεαιτ. 164D· ― συχν. μετ᾿ ἀπαρεμφ., δεινὸς εὑρεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 59· δεινοὶ πλέκειν τοι μηχανὰς Αἰγύπτιοι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 312· δεινὸς λέγειν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ νὰ ὁμιλῇ, ἱκανὸς εἰς τὸν λόγον, Σοφ. Ο. Τ. 545, κτλ.· (δ. εἰπεῖν [[εἶναι]] σπάνιον, Δημ. 502. 28, [[ἔνθα]] ἴδε Wolf Lept. σ. 370)· δεινὸς [[φαγεῖν]] Ἀριστοφ. Νεφ. 243· δεινὸς πράγμασι χρῆσθαι Δημ. 10. 3, κτλ.· αἱ εὐπραξίαι δειναὶ συγκρύψαι τὰ ὀνείδη, ἔχουσιν ἀξιοθαύμαστον δύναμιν νὰ…, ὁ αὐτ. 23. 27·― [[ὡσαύτως]] μ. αἰτ., δεινὸς τὴν τέχνην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 364, Πλάτ. Εὐθυδ. 304D· δ. [[περί]] τι ἢ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολ. 405C, Ἴωνι 531Α· δ. [[ἀμφί]] τι Ἀρρ. Τακτ. 14, ἢ ἔν τινι Τιμοκλ. (Ἀθήν. 341F), ἢ κατά τι Αἰλ. Π. . 3, 1, ἢ εἴς τι Ἀριστοφ. Βατρ. 968· ― ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, δεινὸς [[εἶναι]] [[ἄνθρωπος]] φύσει ὀξὺς καὶ εὐφυής, [[ὅστις]] διὰ καλῆς ἀγωγῆς δύναται νὰ γείνῃ [[φρόνιμος]], διὰ δὲ κακῆς [[πανοῦργος]]· [[μάλιστα]] τὸ δεινὸς [[συχνάκις]] σημαίνει [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] εὐφυής, Πλάτ. Εὐθύφρ. 3C· δ. ὑπὸ πανουργίας ὁ αὐτ. Θεαιτ. 175D. ― Ἐπίρρ. δεινοτέρως, Σχ. εἰς Ὅμηρον καὶ δεινοτάτως Χρησμ. Σιβ. Β, 291.
}}
{{elnl
|elnltext=δεινός -ή -όν [~ δείδω] angstaanjagend, vreselijk:; δεινή... θεός een angstaanjagende godin Il. 18.394; ἡγούμεθα δ’ ἡμεῖς δεινὰ μὲν εἶναι ἃ καὶ δέος παρέχει wij denken dat datgene vreselijk is wat inderdaad vrees opwekt Plat. Lach. 198b; met inf.:; δ. ἰδέσθαι vreselijk om te zien Od. 22.405; n. adv.:; δεινὸν δερκομένη met angstaanjagende blik Il. 11.37; subst.: τὸ δεινόν het vreeswekkende Aeschl. Eum. 517; ᾔκασεν δέ τις τὸ δεινὸν αὖ Λημνίοισι πήμασιν men vergeleek de verschrikking later met de gruwelen op Lemnos Aeschl. Ch. 634; τὸ δεινόν τὸ πείσομαι het gevaar dat ik zal lopen Hdt. 7.11.4; ὡς δεινὰ πάσχω wat een vreselijk lot onderga ik Eur. Andr. 395; δεινὸν ποιεύμενοι ὑπὸ Μήδων ἄρχεσθαι omdat ze het vreselijk vonden dat zij door de Meden overheerst werden Hdt. 1.127.1; δεινὰ ποιεῖν misbaar maken Hdt. 3.14.6; τὸν δὲ δεινόν τι ἔσχε ἀτιμάζεσθαι πρὸς Πεισιστράτου grote verontwaardiging greep hem aan dat hij van de kant van Peisistratus in zijn eer gekrenkt werd Hdt. 1.61.2. erg, gevaarlijk:; τὸ δ’ εἰδέναι τί δεινόν; wat voor ergs is kennis? Soph. Tr. 549; οὐ(δὲν) δεινὸν μή er is geen gevaar dat:; οὐ γὰρ ἦν δεινόν... μὴ ἁλῷ want er was geen gevaar dat hij gepakt zou worden Hdt. 1.84.2; ook in pers. constr. δεινός εἰμι met inf. of μή:; οὐδὲν δεινοί τοι ἔσονται μὴ ἀποστέωσι u hoeft niet te vrezen dat zij u in de steek zullen laten Hdt. 1.155.4; δεινόν ἐστι het is erg:. δεινόν γ’ ἂν εἴη, εἰ het zou erg zijn, als And. 1.30; ὃ δὲ παντῶν δεινότατον en wat het ergst van alles is Isocr. 4.128. indrukwekkend, ontzagwekkend, imponerend:; δεινὸν σάκος een ontzagwekkend schild Il. 7.245; geweldig, buitengewoon:. δεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον οὗ πεφύκαμεν de gemeenschappelijke schoot waaruit wij voortkomen is ontzagwekkend Aeschl. Sept. 1031; κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει en niets is geweldiger dan de mens Soph. Ant. 333; δεινότατος ἑαυτοῦ ἦσθα jij stond op het toppunt van je kunnen Xen. Mem. 1.2.46. geducht, bedreven, handig, knap, van pers.:; γλώσσῃ δ. goed van de tongriem gesneden Soph. Ph. 440; met acc.:; δεινός ἐστι τὴν τέχνην hij is bedreven in zijn vak Aristoph. Eccl. 364; met inf.:; δ. εὑρεῖν goed in het vinden Aeschl. PV 59; λέγειν σὺ δεινός jij bent knap in het spreken Soph. OT 545; δεινότατος ὢν τῶν νῦν γράφειν de meest deskundige tekstschrijver van de huidige generatie Plat. Phaedr. 228a; met prep.:; περὶ Ὁμήρου δεινός deskundig inzake Homerus Plat. Ion 531a; δεινὸς εἰς τὰ πάντα deskundig op alle gebieden Aristoph. Ran. 968; overdr.: νόσος... δεινὴ φαγεῖν een vreetgrage ziekte Aristoph. Nub. 243. adv. δεινῶς vreselijk, buitengewoon, zeer:. δεινῶς ἔχει μοι ταῦτα τολμῆσαι het is vreselijk voor mij daartoe de moed te hebben Eur. IA 1257; δεινῶς φέρειν het zich vreselijk aantrekken Hdt. 2.121γ.2; ἄνυδρος δεινῶς vreselijk dor Hdt. 2.149.5.
}}
}}
{{etym
{{etym