δεύτερος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> second, deuxième : τὰ δεύτερα, le second prix, le second rang (dans un concours) ; <i>adv.</i> • δεύτερον, pour la seconde fois ; • δεύτερον [[αὖ]], et en second lieu, et ensuite ; • δεύτερον [[αὖτε]], <i>m. sign.</i> ; • δεύτερον [[αὖτις]], pour la seconde fois, encore ; • δεύτερα, en second lieu (<i>ou</i> le second prix, <i>v. ci-dessus</i>) ; <i>avec l'art.</i> • τὸ δεύτερον, • τὰ δεύτερα, <i>m. sign.</i> ; [[ἐκ]] δευτέρης BABR pour la seconde fois ; δευτέρη [[αὐτή]] HDT elle-même seconde, <i>càd</i> elle avec un autre;<br /><b>2</b> qui vient après <i>en gén.</i> ; inférieur : οὐδενὸς [[δεύτερος]], qui n’est inférieur à personne ; πολὺ [[δεύτερος]] [[μετά]] [[τι]] THC qui vient tout à fait en seconde ligne après qch, de beaucoup inférieur à qch ; <i>abs.</i> secondaire : τινα δεύτερόν τινος ἄγειν LUC, ποιεῖσθαι PLUT mettre une personne en seconde ligne après une autre, la juger comme inférieure à une autre ; ἡγεῖσθαι δεύτερον SOPH regarder comme chose secondaire ; [[ἐν]] δευτέρῳ [[τί]] τινος τίθεσθαι PLUT <i>ou</i> [[ἐν]] δευτέρᾳ τάξει τινὸς ποιεῖσθαι PLUT mettre une chose au second rang après une autre ; <i>avec idée de temps</i> ultérieur, postérieur : δεύτερον [[ἐλθεῖν]] IL venir seulement après, venir plus tard ; ἐμεὶο [[δεύτερος]] IL, μετ’ ἐμὲ [[δεύτερος]] XÉN qui arrive après moi ; δευτέρῳ ἔτει τούτων HDT l'année qui suivit ces événements ; δευτέρῃ ἡμέρῃ HDT le jour suivant.<br />'''Étymologie:''' Cp. de [[δύο]] ; cf. [[δεύτατος]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> second, deuxième : τὰ δεύτερα, le second prix, le second rang (dans un concours) ; <i>adv.</i> • δεύτερον, pour la seconde fois ; • δεύτερον [[αὖ]], et en second lieu, et ensuite ; • δεύτερον [[αὖτε]], <i>m. sign.</i> ; • δεύτερον [[αὖτις]], pour la seconde fois, encore ; • δεύτερα, en second lieu (<i>ou</i> le second prix, <i>v. ci-dessus</i>) ; <i>avec l'art.</i> • τὸ δεύτερον, • τὰ δεύτερα, <i>m. sign.</i> ; [[ἐκ]] δευτέρης BABR pour la seconde fois ; δευτέρη [[αὐτή]] HDT elle-même seconde, <i>càd</i> elle avec un autre;<br /><b>2</b> qui vient après <i>en gén.</i> ; inférieur : οὐδενὸς [[δεύτερος]], qui n’est inférieur à personne ; πολὺ [[δεύτερος]] [[μετά]] [[τι]] THC qui vient tout à fait en seconde ligne après qch, de beaucoup inférieur à qch ; <i>abs.</i> secondaire : τινα δεύτερόν τινος ἄγειν LUC, ποιεῖσθαι PLUT mettre une personne en seconde ligne après une autre, la juger comme inférieure à une autre ; ἡγεῖσθαι δεύτερον SOPH regarder comme chose secondaire ; [[ἐν]] δευτέρῳ [[τί]] τινος τίθεσθαι PLUT <i>ou</i> [[ἐν]] δευτέρᾳ τάξει τινὸς ποιεῖσθαι PLUT mettre une chose au second rang après une autre ; <i>avec idée de temps</i> ultérieur, postérieur : δεύτερον [[ἐλθεῖν]] IL venir seulement après, venir plus tard ; ἐμεὶο [[δεύτερος]] IL, μετ’ ἐμὲ [[δεύτερος]] XÉN qui arrive après moi ; δευτέρῳ ἔτει τούτων HDT l'année qui suivit ces événements ; δευτέρῃ ἡμέρῃ HDT le jour suivant.<br />'''Étymologie:''' Cp. de [[δύο]] ; cf. [[δεύτατος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δεύτερος''': , -ον, [[εἶναι]] πράγματι [[εἶδος]] συγκριτικοῦ τοῦ δύο, ὡς τὸ δεύτατος, [[εἶναι]] τὸ ὑπερθ. Buttm. Ausf. Gr. §41n· (ἴδε ἐν λ. δύο). Ι. ὡς πρὸς τὴν τάξιν, ἀλλὰ μετά τινος ἐννοίας χρόνου, παρ’ Ὁμ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.) ἐπὶ τοῦ ἐρχομένου δευτέρου ἐν ἀγῶνι, Ἰλ. Ψ. 265· [[δεύτερος]] ἐλθεῖν Χ. 207· δ. αὖ… προΐει… [[ἔγχος]], μετὰ [[ταῦτα]], Υ. 273, κτλ.· οὔ μ’ ἔτι δεύτερον ὧδε ἵξετ’ [[ἄχος]], οὐδεμία μετ’ αὐτὴν [[θλῖψις]] ὁμοία πρὸς τὴν παροῦσαν, Ψ. 46· [[ἐνίοτε]] ὡς πραγματικὸν συγκριτικόν, ἐμεῖο δεύτεροι, μετὰ τὸν ἰδικόν μου καιρόν, αἰτ. 248· σοὶ δεύτερον ἔσται, θὰ δοθῇ εἰς σὲ ὡς δευτέρα [[ἐκλογή]]· δηλ. θὰ παραχωρηθῇ εἰς σέ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 34· παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ἄρθρ., ὁ [[δεύτερος]] Σοφ. Ο. Κ. 1315, κτλ.· αἱ δεύτεραι φροντίδες, δεύτεραι σκέψεις, Εὐρ. Ἱππ. 436· παροιμ., τὸν δ. πλοῦν, [[δοκιμάζω]] τὸν δεύτερον παρουσιαζόμενον εἰς ἐμὲ τρόπον, Πλάτ. Φαίδ. 99D, κτλ.· ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Μενάνδ. Θρασ. 2, ὁ δ. [[πλοῦς]] ἐστι [[δήπου]] λεγόμενος, ἂν ἀποτύχῃ τις πρῶτον, ἐν κώπαισι [[πλεῖν]]. 2) μεθ’ Ὅμηρ. ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ χρόνου, δευτέρῳ χρόνῳ, εἰς τὸν [[μετέπειτα]] χρόνον, Πίνδ. Ο. 1. 69· δευτέρῃ ἡμέρῃ, τῇ ἑπομένῃ ἡμέρᾳ, Ἡρόδ. 1. 82 (πρβλ. [[δευτεραῖος]])· δευτέρῳ ἔτεϊ τούτων, κατὰ τὸ μετὰ τοῦτο [[ἔτος]], [[αὐτόθι]] 6. 46· - οὕτω [[πολλάκις]] κατ’ οὐδέτερ. ὡς ἐπίρρ. δεύτερον αὖ, δεύτερον [[αὖτις]], δεύτερον, μετὰ [[ταῦτα]], [[πάλιν]], δευτέραν φοράν, ἀντίθετον τῷ πρῶτον, Ὅμ., Ἀττ.· παρὰ πεζοῖς [[ὡσαύτως]] δεύτερα, [[ὅπερ]] ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει [[ἅπαξ]], Ἰλ. Ψ. 538· [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ἄρθρ., τὸ δεύτερον Ἡρόδ. 1. 79, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1082, κτλ.· τὰ δεύτερα Θουκ. 6. 78· μεταγεν., ἐκ δευτέρου, δευτέραν φοράν, Λατ. denuo, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ιδ΄, 71·- ὁμαλ. ἐπίρ. δευτέρως Πλάτ. Νόμ. 955Ε, κτλ. ΙΙ. ἐν σχέσει πρὸς τὴν τάξιν ἢ ἀξίαν καὶ σπουδαιότητα, [[ἄνευ]] οὐδεμιᾶς ἐννοίας χρόνου, [[δεύτερος]], [[ὕστερος]], δ. μετ’ ἐκεῖνον Ἡρόδ. 1. 31, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 4, κτλ.· δ. [[πρός]] τι Σοφ. Ἀποσπ. 325· πολὺ δ. μετά τι, κατὰ πολὺ [[κατώτερος]], πολὺ [[ὀπίσω]], Θουκ. 2. 97· οὕτω μ. γεν. [[δεύτερος]] οὐδενός, [[κατώτερος]] οὐδενός, Ἡρόδ. 1. 23· δ. παιδὸς σῆς Εὐρ. Τρῳ. 614· δεύτερα τῶν προσδοκιῶν, κατωτέρω τῶν ἐλπίδων, Δημ. 348. 22· ἡγεῖσθαι δεύτερον, [[νομίζω]] τι δευτερεῦον, δευτέρου λόγου ἄξιον, Σοφ. Ο. Κ. 351· οὕτω, δ. ἄγειν, ποιεῖσθαι, τίθεσθαι Λουκ. Λαπ. 9, Πλούτ. 2. 162Ε, πρβλ. ὁ αὐτ. Φαβ. 24. 2) ὁ [[δεύτερος]] ἐκ δύο, δευτέρη αὐτή, αὐτὴ καὶ ἄλλη τις, Ἡρόδ. 4. 113· πρβλ. Α. Β. 89· ἑπτὰ δεύτεροι σοφοί, μετὰ τοὺς γνωστοὺς πρώτους [[ἑπτά]], Εὔφρ. Ἀδελφ. 1 12· εἷς καὶ [[δεύτερος]], unus et alter, μόνον παρὰ μεταγεν., Sch äf. Διον. Ἁλ. π. Συν. σ. 174· ἕν τι… ἢ δεύτερον Δίων Χρ. 2. 4· δ. καὶ [[τρίτος]], δύο-[[τρεῖς]], Πολύβ. 26. 10, 2. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὰ δεύτερα, = [[δευτερεῖα]], τὸ δεύτερον [[βραβεῖον]] ἢ ἡ δευτέρα [[θέσις]], τὰ δ. φέρεσθαι Ἰλ. Ψ. 538, Ἡρόδ. 8. 104, πρβλ. Valck. 9. 78. 2) τὸ [[ὕστερον]] (ἀκόλουθον) τῆς γέννας, Διοσκ. 1. 58.
|elnltext=δεύτερος -α -ον [~ 2. δεύω en comp. uitgang] rangtelwoord tweede van volgorde: op de tweede plaats:; δεύτερος αὖτ’ Ἀχιλεὺς προΐει als tweede wierp op zijn beurt Achilles (zijn speer) Il. 20.273; n. adv. (τὸ) δεύτερον voor de tweede keer:; εἴρετο δεύτερον zij vroeg hem voor de tweede keer Il. 1.513; subst.. τὰ δεύτερα de tweede prijs Il. 23.538. van tijd: later: met gen. comp.: ἐμεῖο δεύτεροι na mij Il. 23.248; δευτέρῳ χρόνῳ in latere tijd Pind. Ol. 1.43; αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι latere gedachten ( vgl. [[second thoughts]]’) zijn wellicht verstandiger Eur. Hipp. 436. overdr. secundair, minder belangrijk, tweederangs, minder goed:; δεύτερ’ ἡγεῖται τὰ τῆς οἴκοι διαίτης zij beschouwt de gemakken van thuis wonen als secundair Soph. OC 351; met gen. comp.:; οὐδενὸς δεύτερος voor niemand onderdoend Hdt. 1.23; ἐν δευτέρῳ καὶ γονεῖς καὶ παῖδας ἀεὶ τῶν τῆς πατρίδος καλῶν τιθέμενοι ouders en kinderen steeds achterstellend bij het heil van het vaderland Plut. FM 24.4; met prep. bep.: πολὺ δεύτερα μετὰ τὴν τῶν Σκυθῶν (het land) blijft ver achter bij dat van de Scythen Thuc. 2.97.5.
}}
{{elru
|elrutext='''δεύτερος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[второй]], [[другой]], (по)следующий ([[πρῶτος]] … δ. [[τρίτος]] Hom., Soph., Polyb.; αἱ δεύτεραι φροντίδες σοφώτεραι Eur.): δ. [[αὐτός]] Her. сам-второй, сам-друг, т. е. вдвоем; δευτέρῳ ἔτεϊ τούτων Her. на следующий год после этого;<br /><b class="num">2)</b> [[второстепенный]], [[худший]]: οὐδενὸς δ. Her., Polyb. никому не уступающий; τινι δ. [[μετά]] τι Thuc. уступающий чему-л. в чем-л.; τί (τινος) [[δεύτερον]] ἡγεῖσθαι Soph., ποιεῖσθαι Plut., Luc. и ἐν δευτέρῳ τίθεσθαι или ἐν δευτέρᾳ τάξει ποιεῖσθαί τί τινος Plut. ставить что-л. ниже чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> филос. вторичный, т. е. эмпирический (ἡ φυσικὴ καὶ δευτέρα [[φιλοσοφία]] Arst.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 40: Line 43:
|lsmtext='''δεύτερος:''' -α, -ον, [[δεύτερος]], συγκρ. του [[δύο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως προς την [[τάξη]], [[σειρά]], λέγεται για κάποιον που έρχεται [[δεύτερος]] σε έναν αγώνα, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ. μαζί με το [[άρθρο]], ὁ [[δεύτερος]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>αἱ δεύτεραι φροντίδες</i>, δεύτερες σκέψεις, σε Ευρ.· παροιμ., <i>τὸν δ. πλοῦν</i>, [[δοκιμάζω]] τον επόμενο καλύτερο τρόπο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, <i>δευτέρῃ ἡμέρῃ</i>, την επόμενη [[μέρα]], σε Ηρόδ.· με γεν., [[ἐμεῖο]] [[δεύτερος]], [[μετά]] τη [[σειρά]] μου, [[μετά]] από 'μένα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δευτέρῳ ἔτεϊ τούτων</i>, στον επόμενο χρόνο, [[μετά]] από τον παρόντα χρόνο, σε Ηρόδ.· στο ουδ. ως επίρρ., <i>δεύτερον αὖ</i>, δεύτερον [[αὖτις]], δεύτερον, [[έπειτα]], [[κατόπιν]], για δεύτερη [[φορά]], σε Όμηρ., Αττ.· στον Πεζό λόγο επίσης, <i>δεύτερα</i>· με [[άρθρο]], <i>τὸ δεύτερον</i>, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὰ δεύτερα</i>, σε Θουκ.· <i>ἐκ δευτέρου</i>, για δεύτερη [[φορά]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> σε [[σχέση]] με [[ταξινόμηση]], [[κατάταξη]], [[δεύτερος]], <i>δ. μετ' ἐκεῖνον</i>, σε Ηρόδ.· με γεν., [[δεύτερος]] οὐδενός, [[ασύγκριτος]], αυτός που δεν συγκρίνεται με κανέναν, [[ανώτερος]] απ' τον καθένα, στον ίδ.· <i>ἡγεῖσθαι δεύτερον</i>, [[θεωρώ]] [[κάτι]] κατώτερης αξίας, δευτερεύον, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[δεύτερος]] από [[δύο]], δευτέρη [[αὐτή]], αυτή μαζί με κάποια [[άλλη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> ως ουσ., <i>δεύτερα</i>, <i>τά</i>, = [[δευτερεῖα]], δεύτερο [[βραβείο]] ή δεύτερη [[θέση]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
|lsmtext='''δεύτερος:''' -α, -ον, [[δεύτερος]], συγκρ. του [[δύο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως προς την [[τάξη]], [[σειρά]], λέγεται για κάποιον που έρχεται [[δεύτερος]] σε έναν αγώνα, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ. μαζί με το [[άρθρο]], ὁ [[δεύτερος]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>αἱ δεύτεραι φροντίδες</i>, δεύτερες σκέψεις, σε Ευρ.· παροιμ., <i>τὸν δ. πλοῦν</i>, [[δοκιμάζω]] τον επόμενο καλύτερο τρόπο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, <i>δευτέρῃ ἡμέρῃ</i>, την επόμενη [[μέρα]], σε Ηρόδ.· με γεν., [[ἐμεῖο]] [[δεύτερος]], [[μετά]] τη [[σειρά]] μου, [[μετά]] από 'μένα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δευτέρῳ ἔτεϊ τούτων</i>, στον επόμενο χρόνο, [[μετά]] από τον παρόντα χρόνο, σε Ηρόδ.· στο ουδ. ως επίρρ., <i>δεύτερον αὖ</i>, δεύτερον [[αὖτις]], δεύτερον, [[έπειτα]], [[κατόπιν]], για δεύτερη [[φορά]], σε Όμηρ., Αττ.· στον Πεζό λόγο επίσης, <i>δεύτερα</i>· με [[άρθρο]], <i>τὸ δεύτερον</i>, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὰ δεύτερα</i>, σε Θουκ.· <i>ἐκ δευτέρου</i>, για δεύτερη [[φορά]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> σε [[σχέση]] με [[ταξινόμηση]], [[κατάταξη]], [[δεύτερος]], <i>δ. μετ' ἐκεῖνον</i>, σε Ηρόδ.· με γεν., [[δεύτερος]] οὐδενός, [[ασύγκριτος]], αυτός που δεν συγκρίνεται με κανέναν, [[ανώτερος]] απ' τον καθένα, στον ίδ.· <i>ἡγεῖσθαι δεύτερον</i>, [[θεωρώ]] [[κάτι]] κατώτερης αξίας, δευτερεύον, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[δεύτερος]] από [[δύο]], δευτέρη [[αὐτή]], αυτή μαζί με κάποια [[άλλη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> ως ουσ., <i>δεύτερα</i>, <i>τά</i>, = [[δευτερεῖα]], δεύτερο [[βραβείο]] ή δεύτερη [[θέση]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δεύτερος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[второй]], [[другой]], (по)следующий ([[πρῶτος]] δ. [[τρίτος]] Hom., Soph., Polyb.; αἱ δεύτεραι φροντίδες σοφώτεραι Eur.): δ. [[αὐτός]] Her. сам-второй, сам-друг, т. е. вдвоем; δευτέρῳ ἔτεϊ τούτων Her. на следующий год после этого;<br /><b class="num">2)</b> [[второстепенный]], [[худший]]: οὐδενὸς δ. Her., Polyb. никому не уступающий; τινι δ. [[μετά]] τι Thuc. уступающий чему-л. в чем-л.; τί (τινος) [[δεύτερον]] ἡγεῖσθαι Soph., ποιεῖσθαι Plut., Luc. и ἐν δευτέρῳ τίθεσθαι или ἐν δευτέρᾳ τάξει ποιεῖσθαί τί τινος Plut. ставить что-л. ниже чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> филос. вторичный, т. е. эмпирический (ἡ φυσικὴ καὶ δευτέρα [[φιλοσοφία]] Arst.).
|lstext='''δεύτερος''': -α, -ον, [[εἶναι]] πράγματι [[εἶδος]] συγκριτικοῦ τοῦ δύο, ὡς τὸ δεύτατος, [[εἶναι]] τὸ ὑπερθ. Buttm. Ausf. Gr. §41n· (ἴδε ἐν λ. δύο). Ι. ὡς πρὸς τὴν τάξιν, ἀλλὰ μετά τινος ἐννοίας χρόνου, παρ’ Ὁμ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.) ἐπὶ τοῦ ἐρχομένου δευτέρου ἐν ἀγῶνι, Ἰλ. Ψ. 265· [[δεύτερος]] ἐλθεῖν Χ. 207· δ. αὖ… προΐει… [[ἔγχος]], μετὰ [[ταῦτα]], Υ. 273, κτλ.· οὔ μ’ ἔτι δεύτερον ὧδε ἵξετ’ [[ἄχος]], οὐδεμία μετ’ αὐτὴν [[θλῖψις]] ὁμοία πρὸς τὴν παροῦσαν, Ψ. 46· [[ἐνίοτε]] ὡς πραγματικὸν συγκριτικόν, ἐμεῖο δεύτεροι, μετὰ τὸν ἰδικόν μου καιρόν, αἰτ. 248· σοὶ δεύτερον ἔσται, θὰ δοθῇ εἰς σὲ ὡς δευτέρα [[ἐκλογή]]· δηλ. θὰ παραχωρηθῇ εἰς σέ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 34· παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ἄρθρ., ὁ [[δεύτερος]] Σοφ. Ο. Κ. 1315, κτλ.· αἱ δεύτεραι φροντίδες, δεύτεραι σκέψεις, Εὐρ. Ἱππ. 436· παροιμ., τὸν δ. πλοῦν, [[δοκιμάζω]] τὸν δεύτερον παρουσιαζόμενον εἰς ἐμὲ τρόπον, Πλάτ. Φαίδ. 99D, κτλ.· ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Μενάνδ. Θρασ. 2, ὁ δ. [[πλοῦς]] ἐστι [[δήπου]] λεγόμενος, ἂν ἀποτύχῃ τις πρῶτον, ἐν κώπαισι [[πλεῖν]]. 2) μεθ’ Ὅμηρ. ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ χρόνου, δευτέρῳ χρόνῳ, εἰς τὸν [[μετέπειτα]] χρόνον, Πίνδ. Ο. 1. 69· δευτέρῃ ἡμέρῃ, τῇ ἑπομένῃ ἡμέρᾳ, Ἡρόδ. 1. 82 (πρβλ. [[δευτεραῖος]])· δευτέρῳ ἔτεϊ τούτων, κατὰ τὸ μετὰ τοῦτο [[ἔτος]], [[αὐτόθι]] 6. 46· - οὕτω [[πολλάκις]] κατ’ οὐδέτερ. ὡς ἐπίρρ. δεύτερον αὖ, δεύτερον [[αὖτις]], δεύτερον, μετὰ [[ταῦτα]], [[πάλιν]], δευτέραν φοράν, ἀντίθετον τῷ πρῶτον, Ὅμ., Ἀττ.· παρὰ πεζοῖς [[ὡσαύτως]] δεύτερα, [[ὅπερ]] ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει [[ἅπαξ]], Ἰλ. Ψ. 538· [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ἄρθρ., τὸ δεύτερον Ἡρόδ. 1. 79, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1082, κτλ.· τὰ δεύτερα Θουκ. 6. 78· μεταγεν., ἐκ δευτέρου, δευτέραν φοράν, Λατ. denuo, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ιδ΄, 71·- ὁμαλ. ἐπίρ. δευτέρως Πλάτ. Νόμ. 955Ε, κτλ. ΙΙ. ἐν σχέσει πρὸς τὴν τάξιν ἢ ἀξίαν καὶ σπουδαιότητα, [[ἄνευ]] οὐδεμιᾶς ἐννοίας χρόνου, [[δεύτερος]], [[ὕστερος]], δ. μετ’ ἐκεῖνον Ἡρόδ. 1. 31, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 4, κτλ.· δ. [[πρός]] τι Σοφ. Ἀποσπ. 325· πολὺ δ. μετά τι, κατὰ πολὺ [[κατώτερος]], πολὺ [[ὀπίσω]], Θουκ. 2. 97· οὕτω μ. γεν. [[δεύτερος]] οὐδενός, [[κατώτερος]] οὐδενός, Ἡρόδ. 1. 23· δ. παιδὸς σῆς Εὐρ. Τρῳ. 614· δεύτερα τῶν προσδοκιῶν, κατωτέρω τῶν ἐλπίδων, Δημ. 348. 22· ἡγεῖσθαι δεύτερον, [[νομίζω]] τι δευτερεῦον, δευτέρου λόγου ἄξιον, Σοφ. Ο. Κ. 351· οὕτω, δ. ἄγειν, ποιεῖσθαι, τίθεσθαι Λουκ. Λαπ. 9, Πλούτ. 2. 162Ε, πρβλ. ὁ αὐτ. Φαβ. 24. 2) ὁ [[δεύτερος]] ἐκ δύο, δευτέρη αὐτή, αὐτὴ καὶ ἄλλη τις, Ἡρόδ. 4. 113· πρβλ. Α. Β. 89· ἑπτὰ δεύτεροι σοφοί, μετὰ τοὺς γνωστοὺς πρώτους [[ἑπτά]], Εὔφρ. Ἀδελφ. 1 12· εἷς καὶ [[δεύτερος]], unus et alter, μόνον παρὰ μεταγεν., Sch äf. Διον. Ἁλ. π. Συν. σ. 174· ἕν τι… ἢ δεύτερον Δίων Χρ. 2. 4· δ. καὶ [[τρίτος]], δύο-[[τρεῖς]], Πολύβ. 26. 10, 2. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὰ δεύτερα, = [[δευτερεῖα]], τὸ δεύτερον [[βραβεῖον]] ἢ ἡ δευτέρα [[θέσις]], τὰ δ. φέρεσθαι Ἰλ. Ψ. 538, Ἡρόδ. 8. 104, πρβλ. Valck. 9. 78. 2) τὸ [[ὕστερον]] (ἀκόλουθον) τῆς γέννας, Διοσκ. 1. 58.
}}
{{elnl
|elnltext=δεύτερος -α -ον [~ 2. δεύω en comp. uitgang] rangtelwoord tweede van volgorde: op de tweede plaats:; δεύτερος αὖτ’ Ἀχιλεὺς προΐει als tweede wierp op zijn beurt Achilles (zijn speer) Il. 20.273; n. adv. (τὸ) δεύτερον voor de tweede keer:; εἴρετο δεύτερον zij vroeg hem voor de tweede keer Il. 1.513; subst.. τὰ δεύτερα de tweede prijs Il. 23.538. van tijd: later: met gen. comp.: ἐμεῖο δεύτεροι na mij Il. 23.248; δευτέρῳ χρόνῳ in latere tijd Pind. Ol. 1.43; αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι latere gedachten ( vgl. [[second thoughts]]’) zijn wellicht verstandiger Eur. Hipp. 436. overdr. secundair, minder belangrijk, tweederangs, minder goed:; δεύτερ’ ἡγεῖται τὰ τῆς οἴκοι διαίτης zij beschouwt de gemakken van thuis wonen als secundair Soph. OC 351; met gen. comp.:; οὐδενὸς δεύτερος voor niemand onderdoend Hdt. 1.23; ἐν δευτέρῳ καὶ γονεῖς καὶ παῖδας ἀεὶ τῶν τῆς πατρίδος καλῶν τιθέμενοι ouders en kinderen steeds achterstellend bij het heil van het vaderland Plut. FM 24.4; met prep. bep.: πολὺ δεύτερα μετὰ τὴν τῶν Σκυθῶν (het land) blijft ver achter bij dat van de Scythen Thuc. 2.97.5.
}}
}}
{{etym
{{etym