διάστροφος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui est de travers, contrefait ; dont les yeux sont hagards ; égaré, hagard.<br />'''Étymologie:''' [[διαστρέφω]].
|btext=ος, ον :<br />qui est de travers, contrefait ; dont les yeux sont hagards ; égaré, hagard.<br />'''Étymologie:''' [[διαστρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διάστροφος''': ον. ὁ συνεστραμμένος, διεστρεβλωμένος, δ. καὶ ἔμπηρα καί ἀπόπληκτα Ἡρόδ. 1. 167· [[μορφή]] καί φρένες διάστροφοι Αἰσχύλ. Πρ 673. πρβλ. Σοφ. Αἴ. 447· [[ὀφθαλμός]], κόραι ὁ αύτ. Τρ. 794, Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐπὶ προσώπου, [[διάστροφος]] τοὺς ὀφθαλμούς, τό [[σῶμα]] Ἀθήν. 339F, Λουκ. Ἀπαιδ. 7._ Ἐπίρρ. -φως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 152.
|elnltext=διάστροφος -ον [διαστρέφω] verminkt, misvormd:; φρένες διάστροφοι ἦσαν mijn geest was verward Aeschl. PV 673; πάντα... ἐγίνετο διάστροφα alles (wat leefde) raakte misvormd Hdt. 1.167.1; διαστρόφους κόρας ἑλίσσουσ ( α ) met verwilderde ogen Eur. Bac. 1122; scheef:; ὅτι διάστροφοί εἰσι καὶ ἐς ἀλλήλους ὁρῶσι dat (de ogen) scheef staan en naar elkaar kijken Luc. 31.7; overdr.: δ. ὀνόματα verwrongen woorden Luc. 46.17; δεικνύτω... διάστροφον... μηδέν hij moet niets vervormd weergeven Luc. 59.51.
}}
{{elru
|elrutext='''διάστροφος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[кривой]], [[увечный]] (πρόβατα Her.; δ. τὸ [[σῶμα]] καὶ λελωβημένος Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[искаженный]], [[обезображенный]] (μορφὴ καὶ φρένες Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[косящий или безумно глядящий]] ([[ὀφθαλμός]] Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''διάστροφος:''' -ον, διαστρεβλωμένος, αλλοιωμένος, παραμορφωμένος, σε Ηρόδ., Τραγ.
|lsmtext='''διάστροφος:''' -ον, διαστρεβλωμένος, αλλοιωμένος, παραμορφωμένος, σε Ηρόδ., Τραγ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διάστροφος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[кривой]], [[увечный]] (πρόβατα Her.; δ. τὸ [[σῶμα]] καὶ λελωβημένος Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[искаженный]], [[обезображенный]] (μορφὴ καὶ φρένες Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[косящий или безумно глядящий]] ([[ὀφθαλμός]] Soph.).
|lstext='''διάστροφος''': ον. ὁ συνεστραμμένος, διεστρεβλωμένος, δ. καὶ ἔμπηρα καί ἀπόπληκτα Ἡρόδ. 1. 167· [[μορφή]] καί φρένες διάστροφοι Αἰσχύλ. Πρ 673. πρβλ. Σοφ. Αἴ. 447· [[ὀφθαλμός]], κόραι ὁ αύτ. Τρ. 794, Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐπὶ προσώπου, [[διάστροφος]] τοὺς ὀφθαλμούς, τό [[σῶμα]] Ἀθήν. 339F, Λουκ. Ἀπαιδ. 7._ Ἐπίρρ. -φως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 152.
}}
{{elnl
|elnltext=διάστροφος -ον [διαστρέφω] verminkt, misvormd:; φρένες διάστροφοι ἦσαν mijn geest was verward Aeschl. PV 673; πάντα... ἐγίνετο διάστροφα alles (wat leefde) raakte misvormd Hdt. 1.167.1; διαστρόφους κόρας ἑλίσσουσ ( α ) met verwilderde ogen Eur. Bac. 1122; scheef:; ὅτι διάστροφοί εἰσι καὶ ἐς ἀλλήλους ὁρῶσι dat (de ogen) scheef staan en naar elkaar kijken Luc. 31.7; overdr.: δ. ὀνόματα verwrongen woorden Luc. 46.17; δεικνύτω... διάστροφον... μηδέν hij moet niets vervormd weergeven Luc. 59.51.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj