δεννάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>f.</i> δεννάσω, <i>ao.</i> ἐδέννασα, <i>pf. inus.</i><br />injurier, outrager : τινα qqn ; ἐπὶ ψόγοισι δ. SOPH, κακὰ ῥήματα δ. SOPH adresser des reproches outrageants.<br />'''Étymologie:''' [[δέννος]].
|btext=<i>f.</i> δεννάσω, <i>ao.</i> ἐδέννασα, <i>pf. inus.</i><br />injurier, outrager : τινα qqn ; ἐπὶ ψόγοισι δ. SOPH, κακὰ ῥήματα δ. SOPH adresser des reproches outrageants.<br />'''Étymologie:''' [[δέννος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δεννάζω''': μέλλ. –άσω, [[ὑβρίζω]], λοιδορῶ, κακολογῶ, τινὰ Θέογν. 1211, Εὐρ. Ρήσ. 925 ἐπὶ ψόγοισι δ. Σοφ. Ἀντ. 759· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., κακὰ ῥήματα δεννάζειν, [[λέγω]] λόγους κακοὺς ὀνειδίζων, ὁ αὐτ. Αἴ. 243.
|elnltext=δεννάζω [δέννος] aor. ἐδέννασα; fut. δεννάσω, beledigen, uitschelden; met acc. v. h. inw. obj.: κακὰ δεννάζων ῥήμαθ’ terwijl hij vreselijke vloeken uitte Soph. Ai. 243.
}}
{{elru
|elrutext='''δεννάζω:''' (тж. δ. κακὰ ῥήματα Soph.) бранить, злословить, поносить, оскорблять (τινά Eur.; ἐπὶ ψόγοισί τινα Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δεννάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[βρίζω]], [[λοιδορώ]], [[κακολογώ]], <i>τινά</i>, σε Θέογν., Σοφ.· με σύστ. αντ., <i>κακὰ ῥήματα δεννάζειν</i>, [[ξεστομίζω]] [[λόγια]] με υβριστικό [[περιεχόμενο]], στον ίδ.
|lsmtext='''δεννάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[βρίζω]], [[λοιδορώ]], [[κακολογώ]], <i>τινά</i>, σε Θέογν., Σοφ.· με σύστ. αντ., <i>κακὰ ῥήματα δεννάζειν</i>, [[ξεστομίζω]] [[λόγια]] με υβριστικό [[περιεχόμενο]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δεννάζω:''' (тж. δ. κακὰ ῥήματα Soph.) бранить, злословить, поносить, оскорблять (τινά Eur.; ἐπὶ ψόγοισί τινα Soph.).
|lstext='''δεννάζω''': μέλλ. –άσω, [[ὑβρίζω]], λοιδορῶ, κακολογῶ, τινὰ Θέογν. 1211, Εὐρ. Ρήσ. 925 ἐπὶ ψόγοισι δ. Σοφ. Ἀντ. 759· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., κακὰ ῥήματα δεννάζειν, [[λέγω]] λόγους κακοὺς ὀνειδίζων, ὁ αὐτ. Αἴ. 243.
}}
{{elnl
|elnltext=δεννάζω [δέννος] aor. ἐδέννασα; fut. δεννάσω, beledigen, uitschelden; met acc. v. h. inw. obj.: κακὰ δεννάζων ῥήμαθ’ terwijl hij vreselijke vloeken uitte Soph. Ai. 243.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[δέννος]]<br />to [[abuse]], [[revile]], τινά Theogn., Soph.; c. acc. cogn., κακὰ ῥήματα δεννάζειν to [[utter]] words of [[foul]] [[reproach]], Soph.
|mdlsjtxt=[from [[δέννος]]<br />to [[abuse]], [[revile]], τινά Theogn., Soph.; c. acc. cogn., κακὰ ῥήματα δεννάζειν to [[utter]] words of [[foul]] [[reproach]], Soph.
}}
}}