γνωτός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<span class="bld">1</span>ή <i>poét.</i> ός, όν :<br /><b>1</b> connu, su <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> connu, familier.<br />'''Étymologie:''' [[γιγνώσκω]] ; cf. [[γνωστός]].<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> parent par le sang;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> frère consanguin, frère.<br />'''Étymologie:''' R. Γον &gt; γνω-, engendrer ; cf. R. Γεν &gt; γνη- ; [[γνωτός]] = <i>lat.</i> gnatus.
|btext=<span class="bld">1</span>ή <i>poét.</i> ός, όν :<br /><b>1</b> connu, su <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> connu, familier.<br />'''Étymologie:''' [[γιγνώσκω]] ; cf. [[γνωστός]].<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> parent par le sang;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> frère consanguin, frère.<br />'''Étymologie:''' R. Γον &gt; γνω-, engendrer ; cf. R. Γεν &gt; γνη- ; [[γνωτός]] = <i>lat.</i> gnatus.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γνωτός''': -ή, -όν, παλαιότερος καὶ δοκιμώτερος [[τύπος]] τοῦ [[γνωστός]], Εὐστ. 400. 26., 1450. 62, πρβλ. Ἐλμσλ. Ο.Τ. 361· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐννοούμενον, νοηθέν, γνωστόν, Ἰλ. Η. 401, Ὀδ. Ω. 182· γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι Σοφ. Ο.Τ. 58· [[αὐτόθι]] 396, ἔχομεν: [μαντείαν] ἐκ θεῶν του γνωτόν,― [[ἔνθα]] [[ἴσως]] τὸ γνωτὸν [[εἶναι]] οὐδ., [[πρᾶγμα]] διδαχθὲν ὑπό τινος θεοῦ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὃν γνωρίζει ὁ [[κόσμος]], Ὀδ. Φ. 218, Σοφ. Ἀποσπ. 225·― παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ., [[συγγενής]], ἀδερφός, γνωτοί τε γνωταί τε, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφαί, Ἰλ. Ο. 350· [[θάλαμον]] γνωτούς τι λιποῦσα Γ. 174, πρβλ. Χ. 234· γνωτὸν μητρυιῆς Ν. 697.
|elnltext=[[γνωτός]] [[γίγνομαι]] (alleen v. pers.) verwant, broer, zus.<br />[[γνωτός]] -ή -όν en [[γνωτός]] -ον [[γιγνώσκω]] bekend, begrepen.
}}
{{elru
|elrutext='''γνωτός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[γίγνομαι]] близкий родственник, преимущ. брат (γνωτοί τε γνωταί τε Hom.).<br />и 2 [[γιγνώσκω]] известный, очевидный γνωτὰ [[κοὐκ]] ἄγνωτά μοι Soph. хорошо известные мне вещи.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[γίγνώσκω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[older]] [[form]] of [[γνωστός]]<br /><b class="num">I.</b> of things, perceived, understood, [[known]], Hom.; γνωτὰ [[κοὐκ]] ἄγνωτά μοι Soph.<br /><b class="num">II.</b> of persons, well-[[known]], Od.:—as [[substantive]] a [[kinsman]], [[brother]], γνωτοί τε γνωταί τε brothers and sisters, Il.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 43:
|lsmtext='''γνωτός:''' -ή, -όν, παλαιότερος [[τύπος]] του [[γνωστός]],<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πράγματα, [[κατανοητός]], [[αντιληπτός]], [[διακριτός]], σε Όμηρ.· γνωτὰ [[κοὐκ]] ἄγνωτά μοι, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πασίγνωστος]], [[επιφανής]], σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ.· [[συγγενής]], αδερφός· <i>γνωτοί τε γνωταί τε</i>, οι αδερφοί και οι αδερφές, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''γνωτός:''' -ή, -όν, παλαιότερος [[τύπος]] του [[γνωστός]],<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πράγματα, [[κατανοητός]], [[αντιληπτός]], [[διακριτός]], σε Όμηρ.· γνωτὰ [[κοὐκ]] ἄγνωτά μοι, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πασίγνωστος]], [[επιφανής]], σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ.· [[συγγενής]], αδερφός· <i>γνωτοί τε γνωταί τε</i>, οι αδερφοί και οι αδερφές, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γνωτός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[γίγνομαι]] близкий родственник, преимущ. брат (γνωτοί τε γνωταί τε Hom.).<br />и 2 [[γιγνώσκω]] известный, очевидный γνωτὰ [[κοὐκ]] ἄγνωτά μοι Soph. хорошо известные мне вещи.
|lstext='''γνωτός''': -ή, -όν, παλαιότερος καὶ δοκιμώτερος [[τύπος]] τοῦ [[γνωστός]], Εὐστ. 400. 26., 1450. 62, πρβλ. Ἐλμσλ. Ο.Τ. 361· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐννοούμενον, νοηθέν, γνωστόν, Ἰλ. Η. 401, Ὀδ. Ω. 182· γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι Σοφ. Ο.Τ. 58· [[αὐτόθι]] 396, ἔχομεν: [μαντείαν] ἐκ θεῶν του γνωτόν,― [[ἔνθα]] [[ἴσως]] τὸ γνωτὸν [[εἶναι]] οὐδ., [[πρᾶγμα]] διδαχθὲν ὑπό τινος θεοῦ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὃν γνωρίζει ὁ [[κόσμος]], Ὀδ. Φ. 218, Σοφ. Ἀποσπ. 225·― παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ., [[συγγενής]], ἀδερφός, γνωτοί τε γνωταί τε, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφαί, Ἰλ. Ο. 350· [[θάλαμον]] γνωτούς τι λιποῦσα Γ. 174, πρβλ. Χ. 234· γνωτὸν μητρυιῆς Ν. 697.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[γίγνώσκω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[older]] [[form]] of [[γνωστός]]<br /><b class="num">I.</b> of things, perceived, understood, [[known]], Hom.; γνωτὰ [[κοὐκ]] ἄγνωτά μοι Soph.<br /><b class="num">II.</b> of persons, well-[[known]], Od.:—as [[substantive]] a [[kinsman]], [[brother]], γνωτοί τε γνωταί τε brothers and sisters, Il.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γνωτός]] -ή [[γίγνομαι]] (alleen v. pers.) verwant, broer, zus.<br />[[γνωτός]] -ή -όν en [[γνωτός]] -ον [[γιγνώσκω]] bekend, begrepen.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''γνωτός''': {gnōtós}<br />'''Meaning''': [[Verwandter]]<br />'''See also''': s. [[γίγνομαι]].<br />'''Page''' 1,317
|ftr='''γνωτός''': {gnōtós}<br />'''Meaning''': [[Verwandter]]<br />'''See also''': s. [[γίγνομαι]].<br />'''Page''' 1,317
}}
}}