διάτροπος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />changeant, mobile.<br />'''Étymologie:''' [[διατρέπω]].
|btext=ος, ον :<br />changeant, mobile.<br />'''Étymologie:''' [[διατρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διάτροπος''': -ον, [[ποικίλος]] τὰς διαθέσεις, [[εὐμετάβλητος]], [[ἀσταθής]], τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.
|elnltext=διάτροπος -ον [διατρέπω] wisselend.
}}
{{elru
|elrutext='''διάτροπος:''' [[разнообразный разнохарактерный]] ([[φύσεις]] βροτῶν Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''διάτροπος:''' -ον, [[ποικίλος]] σε διαθέσεις, [[ευμετάβολος]], [[ασταθής]], σε Ευρ.
|lsmtext='''διάτροπος:''' -ον, [[ποικίλος]] σε διαθέσεις, [[ευμετάβολος]], [[ασταθής]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διάτροπος:''' [[разнообразный разнохарактерный]] ([[φύσεις]] βροτῶν Eur.).
|lstext='''διάτροπος''': -ον, [[ποικίλος]] τὰς διαθέσεις, [[εὐμετάβλητος]], [[ἀσταθής]], τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.
}}
{{elnl
|elnltext=διάτροπος -ον [διατρέπω] wisselend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=διά-τροπος, ον <i>adj</i><br />[[various]] in dispositions, Eur.
|mdlsjtxt=διά-τροπος, ον <i>adj</i><br />[[various]] in dispositions, Eur.
}}
}}