δένδρον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ου (τό) :<br />arbre.<br />'''Étymologie:''' pê d'un th. δρεϜο (avec redoubl.) apparenté avec [[δρῦς]] ; sel. d'autres, de la R. Δερ avec idée d'enveloppe, d'écorce.
|btext=ου (τό) :<br />arbre.<br />'''Étymologie:''' pê d'un th. δρεϜο (avec redoubl.) apparenté avec [[δρῦς]] ; sel. d'autres, de la R. Δερ avec idée d'enveloppe, d'écorce.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δένδρον''': τό, Ἐπ. καὶ Ἰων. [[δένδρεον]] (ὃ ἴδε)· οἱ Ἴωνες καὶ [[ἐνίοτε]] οἱ Ἀττ. συγγραφεῖς μεταχειρίζονται τύπους σχηματιζομένους ὡς ἐξ ὀνομαστικῆς [[δένδρος]], εος, τό, ὃπερ [[εἶναι]] σπάνιον κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτιατ. (Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 546. 7, Ἡρόδ. 6. 79), ἀλλὰ συχνὸν ἐν τῇ δοτ. ἑνικ. δένδρει· τῇ ὀνομ. καὶ αἰτιατ. πληθ. δένδρεα, συνῃρ. δένδρη, Εὐρ. Ἀποσπ. 488, Ἀντιφ. Πέρσ. 1. 9· γεν. δενδρέων· δοτ. δένδρεσι, ὃπερ [[εἶναι]] συνηθέστερον τοῦ δένδροις ἔτι καὶ παρ’ Ἀττ. πεζοῖς, π.χ. Θουκ. 2.75, Πλάτ. Νόμ. 625Β· (ἴδε [[δρῦς]])· ―ὡς παρ’ ἡμῖν, [[δένδρον]], Ὅμ. (ἐν τῷ τύπῳ [[δένδρεον]]), κτλ.· [[δένδρον]] ἐλάας, [[ἐλαία]], ἐλαιόδενδρον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 617· δένδρα, ὀπωροφόρα ἢ κάρπιμα δένδρα (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὕλη, [[ξυλεία]], Ἡρόδ. 1. 193, Θουκ. 2. 75., 4. 96· δ. ἥμερα καὶ ἄγρια Ἡρόδ. 8. 115· αὖον δ., [[ξύλον]], [[ῥάβδος]], Καλλ. Ἀποσπ. 39.
|elnltext=δένδρον -ου, τό, ep. en Ion. δένδρεον, Aeol. δένδριον, Ion. ook δένδρος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ δρῦς] ep. en Ion. -έῳ en -εω worden als één lettergreep gelezen, boom (meestal vruchtdragend):; δ. ἐλάας olijfboom Aristoph. Av. 617; uitbr. ook van hoge planten.
}}
{{elru
|elrutext='''δένδρον:''' τό дерево, преимущ. фруктовое Her., Thuc., Xen. etc.: δ. ἐλάας Arph. масличное дерево; δένδρα [[ἄγρια]] Arst. дикорастущие деревья.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''δένδρον:''' τό, επίσης [[δένδρος]], -εος, τό, [[σπανίως]] στην ονομ. και αιτ., [[αλλά]] [[συχνά]] στη δοτ. ενικ. <i>δένδρει</i>· ονομ. και αιτ. πληθ. <i>δένδρεα</i>, συνηρ. <i>δένδρη</i>· πρβλ. [[δένδρεον]]· γεν. <i>δενδρέων</i>, δοτ. [[δένδρεσι]]· δέντρο, σε Αριστοφ.· <i>δένδρα</i>, οπωροφόρα δέντρα, καρποφόρα (αντίθ. προς το [[ὕλη]], [[ξυλεία]]), σε Θουκ. κ.λπ. (πιθ. συγγενές προς το [[δρῦς]]).
|lsmtext='''δένδρον:''' τό, επίσης [[δένδρος]], -εος, τό, [[σπανίως]] στην ονομ. και αιτ., [[αλλά]] [[συχνά]] στη δοτ. ενικ. <i>δένδρει</i>· ονομ. και αιτ. πληθ. <i>δένδρεα</i>, συνηρ. <i>δένδρη</i>· πρβλ. [[δένδρεον]]· γεν. <i>δενδρέων</i>, δοτ. [[δένδρεσι]]· δέντρο, σε Αριστοφ.· <i>δένδρα</i>, οπωροφόρα δέντρα, καρποφόρα (αντίθ. προς το [[ὕλη]], [[ξυλεία]]), σε Θουκ. κ.λπ. (πιθ. συγγενές προς το [[δρῦς]]).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δένδρον:''' τό дерево, преимущ. фруктовое Her., Thuc., Xen. etc.: δ. ἐλάας Arph. масличное дерево; δένδρα [[ἄγρια]] Arst. дикорастущие деревья.
|lstext='''δένδρον''': τό, Ἐπ. καὶ Ἰων. [[δένδρεον]] (ὃ ἴδε)· οἱ Ἴωνες καὶ [[ἐνίοτε]] οἱ Ἀττ. συγγραφεῖς μεταχειρίζονται τύπους σχηματιζομένους ὡς ἐξ ὀνομαστικῆς [[δένδρος]], εος, τό, ὃπερ [[εἶναι]] σπάνιον κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτιατ. (Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 546. 7, Ἡρόδ. 6. 79), ἀλλὰ συχνὸν ἐν τῇ δοτ. ἑνικ. δένδρει· τῇ ὀνομ. καὶ αἰτιατ. πληθ. δένδρεα, συνῃρ. δένδρη, Εὐρ. Ἀποσπ. 488, Ἀντιφ. Πέρσ. 1. 9· γεν. δενδρέων· δοτ. δένδρεσι, ὃπερ [[εἶναι]] συνηθέστερον τοῦ δένδροις ἔτι καὶ παρ’ Ἀττ. πεζοῖς, π.χ. Θουκ. 2.75, Πλάτ. Νόμ. 625Β· (ἴδε [[δρῦς]])· ―ὡς παρ’ ἡμῖν, [[δένδρον]], Ὅμ. (ἐν τῷ τύπῳ [[δένδρεον]]), κτλ.· [[δένδρον]] ἐλάας, [[ἐλαία]], ἐλαιόδενδρον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 617· δένδρα, ὀπωροφόρα ἢ κάρπιμα δένδρα (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὕλη, [[ξυλεία]], Ἡρόδ. 1. 193, Θουκ. 2. 75., 4. 96· δ. ἥμερα καὶ ἄγρια Ἡρόδ. 8. 115· αὖον δ., [[ξύλον]], [[ῥάβδος]], Καλλ. Ἀποσπ. 39.
}}
{{elnl
|elnltext=δένδρον -ου, τό, ep. en Ion. δένδρεον, Aeol. δένδριον, Ion. ook δένδρος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ δρῦς] ep. en Ion. -έῳ en -εω worden als één lettergreep gelezen, boom (meestal vruchtdragend):; δ. ἐλάας olijfboom Aristoph. Av. 617; uitbr. ook van hoge planten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj