δαπανηρός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> dépensier, prodigue;<br /><b>2</b> dispendieux, coûteux.<br />'''Étymologie:''' [[δαπάνη]].
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> dépensier, prodigue;<br /><b>2</b> dispendieux, coûteux.<br />'''Étymologie:''' [[δαπάνη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δᾰπᾰνηρός''': , -όν, ἐπὶ ἀνθρώπων, [[δαψιλής]], [[πλουσιοπάροχος]], ἄσωτος, Πλάτ. Πολ. 564Β, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 2· εἰς ἑαυτὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 15, πρβλ. 4. 1, 3 καὶ 35. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[πολυδάπανος]], πολλὴν δαπάνην ἀπαιτῶν, Λατ. [[sumptuosus]], [[πόλεμος]] Δημ. 58. [[λειτουργία]] Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 20, πρβλ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 1. ― Ἐπίρρ. –ρῶς Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 4.
|elnltext=δαπανηρός -ά -όν [δαπάνη] verkwistend:. τοὺς... εἰς ἀκολασίαν δαπανηρούς lieden die om hun onmatigheid te bekostigen verkwistend zijn Aristot. EN 1119b31. kostbaar:. δ. λειτουργία een kostbare publieke dienst Aristot. Pol. 1309a18.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰπᾰνηρός:''' 3<br /><b class="num">1)</b> [[требующий больших затрат]], [[дорого стоящий]], [[разорительный]] ([[πόλεμος]] Dem.; πράξεις, λειτουργίαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[любящий тратить]], [[расточительный]] Xen., Plat., Arst., Dem.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δᾰπᾰνηρός:''' -ά, -όν ([[δαπανάω]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσ., [[σπάταλος]], [[πολυδάπανος]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακριβός]], με υψηλή [[τιμή]], [[πολυτελής]], [[πολυέξοδος]], σε Δημ., Αριστ.· επίρρ. [[δαπανηρῶς]], σε Ξεν.
|lsmtext='''δᾰπᾰνηρός:''' -ά, -όν ([[δαπανάω]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσ., [[σπάταλος]], [[πολυδάπανος]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακριβός]], με υψηλή [[τιμή]], [[πολυτελής]], [[πολυέξοδος]], σε Δημ., Αριστ.· επίρρ. [[δαπανηρῶς]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δᾰπᾰνηρός:''' 3<br /><b class="num">1)</b> [[требующий больших затрат]], [[дорого стоящий]], [[разорительный]] ([[πόλεμος]] Dem.; πράξεις, λειτουργίαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[любящий тратить]], [[расточительный]] Xen., Plat., Arst., Dem.
|lstext='''δᾰπᾰνηρός''': -ά, -όν, ἐπὶ ἀνθρώπων, [[δαψιλής]], [[πλουσιοπάροχος]], ἄσωτος, Πλάτ. Πολ. 564Β, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 2· εἰς ἑαυτὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 15, πρβλ. 4. 1, 3 καὶ 35. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[πολυδάπανος]], πολλὴν δαπάνην ἀπαιτῶν, Λατ. [[sumptuosus]], [[πόλεμος]] Δημ. 58. 6· [[λειτουργία]] Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 20, πρβλ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 1. ― Ἐπίρρ. –ρῶς Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=δαπανηρός -ά -όν [δαπάνη] verkwistend:. τοὺς... εἰς ἀκολασίαν δαπανηρούς lieden die om hun onmatigheid te bekostigen verkwistend zijn Aristot. EN 1119b31. kostbaar:. δ. λειτουργία een kostbare publieke dienst Aristot. Pol. 1309a18.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj