3,273,446
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=<i>f.</i> διανεμῶ, <i>etc.</i><br />partager, distribuer : δ. τινί [[τι]] attribuer à qqn une part de qch ; <i>fig.</i> δ. ἑαυτόν ARSTT se partager (entre des amis);<br /><i><b>Moy.</b></i> διανέμομαι partager entre soi.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[νέμω]]. | |btext=<i>f.</i> διανεμῶ, <i>etc.</i><br />partager, distribuer : δ. τινί [[τι]] attribuer à qqn une part de qch ; <i>fig.</i> δ. ἑαυτόν ARSTT se partager (entre des amis);<br /><i><b>Moy.</b></i> διανέμομαι partager entre soi.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[νέμω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δια-νέμω act. verdelen, toedelen, geven, met acc.; met acc. en dat. of πρός + acc.:; δ. τὰ μιμήματα τοῖς πράγμασιν de afbeeldingen met de dingen verbinden Plat. Crat. 430b; διανέμων... τὰς ἀρίστας τοῖς ἀρίστοις terwijl hij de beste vrouwen aan de beste mannen toedeelde Plut. Alex. 70.3; pass., met εἰς + acc.:; εἰς τούτους τοὺς κλήρους... ἅπαντες διενενέμηντο allen waren door het lot bedeeld met die plaatsen Plat. Crit. 119a; met κατά + acc.:; ἡ χώρα κατὰ δώδεκα μέρη διανενέμηται het land is in twaalf delen verdeeld Plat. Lg. 748e 3; abs., ptc. subst.: ὁ διανέμων de toedeler Aristot. EN 1136b26. verspreiden:. εἰς τὸν λαόν (een gerucht) onder het volk NT Act. Ap. 4.17. uitbr. besturen. med. (onder elkaar) verdelen; met ἐν + dat.: διενείμαντο τὴν σύμπασαν ἀρχὴν ὥσπερ οὐσίαν πατρῴαν ἐν ἀλλήλοις zij verdeelden het hele rijk onder elkaar alsof het hun erfenis was Plut. Ant. 19.2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διανέμω:''' (fut. διανεμῶ, aor. διένειμα)<br /><b class="num">1)</b> [[разделять]], [[распределять]], [[раздавать]] (τινί τι Arph., Plat., Plut. и τι ἐπί τι Plat.; τὰς ἀρχὰς κατ᾽ ἀξίαν Arst.): δ. μέρη и κατὰ μέρη Plat. делить на части; med. делить или распределять между собой (τὴν [[ἀρχήν]] Plat.; τὰ [[δημόσια]] Arst.; τὴν χώραν καὶ τὰς πόλεις πρὸς ἀλλήλους Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[управлять]], [[править]] ([[ἄστυ]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 37: | Line 40: | ||
|lsmtext='''διανέμω:''' μέλ. <i>-νεμῶ</i>, παρακ. —[[νενέμηκα]]· [[διαμοιράζω]], [[καταμερίζω]], <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Μέσ., μοιραζόμαστε ανάμεσά μας, σε Πλάτ., Αριστ. — Παθ., απαρ. αορ. αʹ <i>διανεμηθῆναι</i>, μεταδίδομαι, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''διανέμω:''' μέλ. <i>-νεμῶ</i>, παρακ. —[[νενέμηκα]]· [[διαμοιράζω]], [[καταμερίζω]], <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Μέσ., μοιραζόμαστε ανάμεσά μας, σε Πλάτ., Αριστ. — Παθ., απαρ. αορ. αʹ <i>διανεμηθῆναι</i>, μεταδίδομαι, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διανέμω''': μέλλ. -νεμῶ· πρκμ. -νενέμηκα· - διαμοιράζω, κατ’ ἀναλογίαν [[παρέχω]], τινί τι Ἀριστοφ. Πλ. 510, Πλάτ. Νόμ. 830Ε, κτλ.· τι ἐπί τι ὁ αὐτ. Θεαιτ. 194D· δ. μέρη, διαμοιράζω εἰς μέρη, ὀ αὐτ. Νόμ. 756Β, πρβλ. Τιμ. 35C, καὶ ἴδε ἐν λ. [[διακρίνω]]· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], δ. κατὰ μέρη ὀ αὐτ. Νόμ. 758Ε· δ. ἑαυτόν, διαμοιράζει ἑαυτὸν μεταξὺ πολλῶν φίλων, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 10, 4· ὁ διανέμων, ὁ [[διανομεύς]], ὁ αὐτ. 5. 9, 10. - Μέσ., διαμοιράζω ἀμοιβαίως· πληθ., μοιραζόμεθα [[μεταξύ]] μας, Ἀνδοκ. 17. 38, Πλάτ. Γοργ. 523Α, κτλ.· δ. τὰ τῶν πλουσίων Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 2· [[ὡσαύτως]], διανειμάμενοι δίχ’ ἑαυτούς Πλάτ. Κωμ. Συμμ. 2· πρβλ. [[ψῆφος]] Π. 4. - Παθ., δ. εἰς τὸν λαόν, διαδίδομαι μεταξὺ τοῦ λαοῦ, Πράξ. Ἀποστ. δ’, 17. ΙΙ. βάλλω εἰς τάξιν, κυβερνῶ, ἄστυ Πίνδ. Π. 4. 465, πρβλ. 8. 90. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |