δενδρώδης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> boisé;<br /><b>2</b> de la nature des arbres;<br /><b>3</b> qui vit de la vie d'un arbre (nymphe, dryade).<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> boisé;<br /><b>2</b> de la nature des arbres;<br /><b>3</b> qui vit de la vie d'un arbre (nymphe, dryade).<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δενδρώδης''': -ες, =[[δενδροειδής]], [[ὅμοιος]] δένδρῳ, Ἀριστ. π. Μακροβ. 6, 7, Διοσκ. 4. 175. 2) δενδρ. Νύμφαι, νύμφαι τῶν δασῶν, Ἀνθ. Π. 7. 196. 3) [[δασώδης]], ὄρη Ἱππ. Ἀέρ. 289.
|elnltext=δενδρώδης -ες [δένδρον] rijk aan bomen. van de boom, boom-.
}}
{{elru
|elrutext='''δενδρώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[древовидный]] (φυτά Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[древесный]] (νόμφαι Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δενδρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), ό,τι μοιάζει με δέντρο ή με τα χαρακτηριστικά [[αυτού]]· <i>δενδρώδεις Νύμφαι</i>, Νύμφες του Δάσους, σε Ανθ.
|lsmtext='''δενδρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), ό,τι μοιάζει με δέντρο ή με τα χαρακτηριστικά [[αυτού]]· <i>δενδρώδεις Νύμφαι</i>, Νύμφες του Δάσους, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δενδρώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[древовидный]] (φυτά Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[древесный]] (νόμφαι Anth.).
|lstext='''δενδρώδης''': -ες, =[[δενδροειδής]], [[ὅμοιος]] δένδρῳ, Ἀριστ. π. Μακροβ. 6, 7, Διοσκ. 4. 175. 2) δενδρ. Νύμφαι, νύμφαι τῶν δασῶν, Ἀνθ. Π. 7. 196. 3) [[δασώδης]], ὄρη Ἱππ. Ἀέρ. 289.
}}
{{elnl
|elnltext=δενδρώδης -ες [δένδρον] rijk aan bomen. van de boom, boom-.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εἶδος]]<br />[[tree]]-like: δενδρ. Νύμφαι [[wood]]-nymphs, Anth.
|mdlsjtxt=[[εἶδος]]<br />[[tree]]-like: δενδρ. Νύμφαι [[wood]]-nymphs, Anth.
}}
}}