διαπρύσιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />qui pénètre profondément :<br /><b>1</b> <i>adv.</i> • διαπρύσιον IL en se prolongeant en avant;<br /><b>2</b> <i>en parl. du son</i> pénétrant, perçant ; <i>adv.</i> • διαπρύσιον IL avec un cri perçant.<br />'''Étymologie:''' DELG pê [[διαπείρω]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />qui pénètre profondément :<br /><b>1</b> <i>adv.</i> • διαπρύσιον IL en se prolongeant en avant;<br /><b>2</b> <i>en parl. du son</i> pénétrant, perçant ; <i>adv.</i> • διαπρύσιον IL avec un cri perçant.<br />'''Étymologie:''' DELG pê [[διαπείρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαπρύσιος''': [ῠ], , -ον, διαπεραστικός, [[ὀξύς]]· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, [[λόφος]] ἐξέχων καὶ ἐμβάλλων εἰς τὴν πεδιάδα, Ἰλ. Ρ. 748. 2) ἐπὶ ἤχου, [[ὀξύς]], διαπεραστικός, ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον, ἐξέβαλε κραυγὴν διαπεραστικήν, Ἰλ. Θ. 227, Λ. 275· δ. κιθαρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 80. ΙΙ. βραδύτερον ὡς ἐπίθ., Ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, πιθ. ὁμοίως τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ διαπρύσιον παρ’ Ὁμ., ξηρὰ ἐκτεινομένη ἐπὶ μακρὸν (ὡς φαίνεται ἐκ τῶν ἀκολούθων λέξεων, [[τόθι]] πρῶνες… ἔξοχοι κατάκεινται πρὸς Ἰόνιον κόλπον), Πίνδ. Ν. 4. 83. 2) κοινῶς ἐπὶ ἤχου, ὡς τὸ [[διάτορος]], ὀλολυγαί. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 19· [[ὄτοβος]] Σοφ. Ο. Κ. 1479· [[κέλαδος]] Εὐρ. Ἑλ. 1308. 3) ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 336, δ. [[κεραϊστής]], φανερὸς [[κλέπτης]] (κατ’ ἄλλ. [[κλέπτης]] εἰσχωρῶν [[πανταχόσε]]), παρὰ Διογ. Λ. 2. 143, δ. [[πόλεμος]], φανερὸς ἢ σφοδρὸς [[πόλεμος]]. (πιθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[πείρω]], [[περάω]], διαπερῶ, [[διέρχομαι]] διὰ μέσου· πρβλ. [[διαμπερές]]).
|elnltext=διαπρύσιος -α -ον doordringend:; κέλαδος doordringend geluid Eur. Hel. 1308; n. adv.: ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον hij schreeuwde doordringend Il. 8.227. zich ver uitstrekkend: n. adv.: πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς een heuvel die ver in de vlakte doorloopt Il. 17.748.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπρύσιος:''' и 2 ()<br /><b class="num">1)</b> [[далеко простирающийся]], [[обширный]] ([[ἄπειρος]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[пронзительный]], [[громкий]] (ὀλολυγαί HH; [[ὄτοβος]] Soph.; [[κέλαδος]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[явный]], [[отъявленный]] ([[κεραϊστής]] HH);<br /><b class="num">4)</b> [[ожесточенный]] ([[πόλεμος]] Diog. L.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαπρύσιος:''' [ῠ], -α, -ον ([[διαπεράω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που διαπερνά, [[διαπεραστικός]]· ουδ. ως επίρρ., <i>πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς</i>, [[ένας]] [[λόφος]] που εξέχει και τίθεται [[ανάμεσα]] στην [[πεδιάδα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ήχο, [[διαπεραστικός]], ανατριχιατικός, [[οξύς]], [[μεγαλόφωνος]]· <i>ἤϋσεν διαπρύσιον</i>, έβγαλε διαπεραστική [[κραυγή]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έπειτα]] ως επίθ., λέγεται για ήχο, <i>δ. ὄταβος</i>, σε Σοφ.· [[κέλαδος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., δ. [[κεραϊστής]], [[ολοφάνερος]] [[κλέφτης]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''διαπρύσιος:''' [ῠ], -α, -ον ([[διαπεράω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που διαπερνά, [[διαπεραστικός]]· ουδ. ως επίρρ., <i>πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς</i>, [[ένας]] [[λόφος]] που εξέχει και τίθεται [[ανάμεσα]] στην [[πεδιάδα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ήχο, [[διαπεραστικός]], ανατριχιατικός, [[οξύς]], [[μεγαλόφωνος]]· <i>ἤϋσεν διαπρύσιον</i>, έβγαλε διαπεραστική [[κραυγή]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έπειτα]] ως επίθ., λέγεται για ήχο, <i>δ. ὄταβος</i>, σε Σοφ.· [[κέλαδος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., δ. [[κεραϊστής]], [[ολοφάνερος]] [[κλέφτης]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαπρύσιος:''' и 2 ()<br /><b class="num">1)</b> [[далеко простирающийся]], [[обширный]] ([[ἄπειρος]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[пронзительный]], [[громкий]] (ὀλολυγαί HH; [[ὄτοβος]] Soph.; [[κέλαδος]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[явный]], [[отъявленный]] ([[κεραϊστής]] HH);<br /><b class="num">4)</b> [[ожесточенный]] ([[πόλεμος]] Diog. L.).
|lstext='''διαπρύσιος''': [], -α, -ον, διαπεραστικός, [[ὀξύς]]· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, [[λόφος]] ἐξέχων καὶ ἐμβάλλων εἰς τὴν πεδιάδα, Ἰλ. Ρ. 748. 2) ἐπὶ ἤχου, [[ὀξύς]], διαπεραστικός, ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον, ἐξέβαλε κραυγὴν διαπεραστικήν, Ἰλ. Θ. 227, Λ. 275· δ. κιθαρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 80. ΙΙ. βραδύτερον ὡς ἐπίθ., Ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, πιθ. ὁμοίως τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ διαπρύσιον παρ’ Ὁμ., ξηρὰ ἐκτεινομένη ἐπὶ μακρὸν (ὡς φαίνεται ἐκ τῶν ἀκολούθων λέξεων, [[τόθι]] πρῶνες… ἔξοχοι κατάκεινται πρὸς Ἰόνιον κόλπον), Πίνδ. Ν. 4. 83. 2) κοινῶς ἐπὶ ἤχου, ὡς τὸ [[διάτορος]], ὀλολυγαί. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 19· [[ὄτοβος]] Σοφ. Ο. Κ. 1479· [[κέλαδος]] Εὐρ. Ἑλ. 1308. 3) ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 336, δ. [[κεραϊστής]], φανερὸς [[κλέπτης]] (κατ’ ἄλλ. [[κλέπτης]] εἰσχωρῶν [[πανταχόσε]]), παρὰ Διογ. Λ. 2. 143, δ. [[πόλεμος]], φανερὸς ἢ σφοδρὸς [[πόλεμος]]. (πιθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[πείρω]], [[περάω]], διαπερῶ, [[διέρχομαι]] διὰ μέσου· πρβλ. [[διαμπερές]]).
}}
{{elnl
|elnltext=διαπρύσιος -α -ον doordringend:; κέλαδος doordringend geluid Eur. Hel. 1308; n. adv.: ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον hij schreeuwde doordringend Il. 8.227. zich ver uitstrekkend: n. adv.: πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς een heuvel die ver in de vlakte doorloopt Il. 17.748.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=διαπρῠ́σιος, η, ον <i>adj</i> [[διαπεράω]]<br /><b class="num">I.</b> [[going]] [[through]], [[piercing]]: neut. as adv., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς a [[hill]] [[running]] far [[into]] the [[plain]], Il.<br /><b class="num">2.</b> of [[sound]], [[piercing]], [[thrilling]], ἤϋσεν διαπρύσιον he gave a [[piercing]] cry, Il.<br /><b class="num">II.</b> [[later]] as adj., of [[sound]], δ. [[ὄτοβος]] Soph.; [[κέλαδος]] Eur.<br /><b class="num">2.</b> metaph., δ. [[κεραϊστής]] a [[manifest]] [[thief]], Hhymn.
|mdlsjtxt=διαπρῠ́σιος, η, ον <i>adj</i> [[διαπεράω]]<br /><b class="num">I.</b> [[going]] [[through]], [[piercing]]: neut. as adv., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς a [[hill]] [[running]] far [[into]] the [[plain]], Il.<br /><b class="num">2.</b> of [[sound]], [[piercing]], [[thrilling]], ἤϋσεν διαπρύσιον he gave a [[piercing]] cry, Il.<br /><b class="num">II.</b> [[later]] as adj., of [[sound]], δ. [[ὄτοβος]] Soph.; [[κέλαδος]] Eur.<br /><b class="num">2.</b> metaph., δ. [[κεραϊστής]] a [[manifest]] [[thief]], Hhymn.
}}
}}