ζάκορος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />prêtre préposé au service d'un temple.<br />'''Étymologie:''' ζα- <i>ou</i> [[ζά]]-, [[κορέω]] ; cf. [[διάκονος]], [[διάκτορος]].
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />prêtre préposé au service d'un temple.<br />'''Étymologie:''' ζα- <i>ou</i> [[ζά]]-, [[κορέω]] ; cf. [[διάκονος]], [[διάκτορος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ζάκορος''': , καὶ ἡ, (ζα, [[κορέω]]) [[ὑπηρέτης]] τοῦ ναοῦ, ὡς τὸ [[νεωκόρος]] (ἀλλὰ κατὰ τὸν Θωμ. Μ. σεμνότερόν τι), ζ. Ἀφροδίτης Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 590Ε· θεῶν Πλούτ. Καμ. 30· Δηοῦς Συλλ. Ἐπιγρ. 401· ἀπολ., ζ. καὶ ἱερέας Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 462. 1, πρβλ. Βοιωτ. Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Keil σ. 164, Πλούτ. Σύλλ. 7, κτλ., Μένανδ. Δὶς ἐξ. 3, Λευκ. 4, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. (Πρβλ. [[διάκονος]], [[διάκτορος]]· ἴδε ἐν. λ. ζὰ = διά.) Οὐδετ. ζάκορον, [[γυναικάριον]] Ν. Χων. σ. 759. 8 (Βόνν.).
|elnltext=ζάκορος -ου, ὁ, ἡ [ζα-, κορέω] tempeldienaar.
}}
{{elru
|elrutext='''ζάκορος:''' ὁ и служитель при храме, помощник жреца (ἱερεῖς καὶ ζάκοροι [[θεῶν]] Plut.) (полагают, что по служебному положению он был выше, чем [[νεωκόρος]]).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ζάκορος:''' ὁ και ἡ, [[υπηρέτης]] του ναού· πιθ. συγγενές προς το [[διάκονος]], σε Πλούτ. Σχετικά με το <i>-κορος</i>, πρβλ. νεω-[[κόρος]].
|lsmtext='''ζάκορος:''' ὁ και ἡ, [[υπηρέτης]] του ναού· πιθ. συγγενές προς το [[διάκονος]], σε Πλούτ. Σχετικά με το <i>-κορος</i>, πρβλ. νεω-[[κόρος]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζάκορος:''' ὁ и служитель при храме, помощник жреца (ἱερεῖς καὶ ζάκοροι [[θεῶν]] Plut.) (полагают, что по служебному положению он был выше, чем [[νεωκόρος]]).
|lstext='''ζάκορος''': , καὶ ἡ, (ζα, [[κορέω]]) [[ὑπηρέτης]] τοῦ ναοῦ, ὡς τὸ [[νεωκόρος]] (ἀλλὰ κατὰ τὸν Θωμ. Μ. σεμνότερόν τι), ζ. Ἀφροδίτης Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 590Ε· θεῶν Πλούτ. Καμ. 30· Δηοῦς Συλλ. Ἐπιγρ. 401· ἀπολ., ζ. καὶ ἱερέας Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 462. 1, πρβλ. Βοιωτ. Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Keil σ. 164, Πλούτ. Σύλλ. 7, κτλ., Μένανδ. Δὶς ἐξ. 3, Λευκ. 4, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. (Πρβλ. [[διάκονος]], [[διάκτορος]]· ἴδε ἐν. λ. ζὰ = διά.) Οὐδετ. ζάκορον, [[γυναικάριον]] Ν. Χων. σ. 759. 8 (Βόνν.).
}}
{{elnl
|elnltext=ζάκορος -ου, , [ζα-, κορέω] tempeldienaar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζά-κορος, ὁ, ἡ, [For -κορος cf. [[νεωκόρος]].]<br />a [[temple]]-[[servant]], [[being]] perhaps a [[form]] of [[διάκονος]], Plut.
|mdlsjtxt=ζά-κορος, ὁ, ἡ, [For -κορος cf. [[νεωκόρος]].]<br />a [[temple]]-[[servant]], [[being]] perhaps a [[form]] of [[διάκονος]], Plut.
}}
}}