κάνναβις: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> chanvre, <i>plante</i>;<br /><b>2</b> vêtement en toile de chanvre.<br />'''Étymologie:''' [[κάννα]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> chanvre, <i>plante</i>;<br /><b>2</b> vêtement en toile de chanvre.<br />'''Étymologie:''' [[κάννα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κάννᾰβις''': ἡ · γεν. ιος Ἡρόδ. 4. 74, εως Γαλην., Πολυδ. Ζ΄, 72· αἰτ. κάνναβιν Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 206F· [[ὡσαύτως]] καννάβιδα (οὐχὶ -βίδα) Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Παυσ. 6. 26, 6: - «καννάβι», Σοφ. Ἀποσπ. 231, Ἡρόδ., ἐν τῷ πληθ., σπόροι καννάβεως, Ἔφιππ. ἐν «Κύδωνι» 2 ([[ἔνθα]] φέρεται: κανναβίδες)· οἱ Σκῦθαι καίοντες [[σπέρμα]] καννάβεως ἐκαπνίζοντο πρὸς ἐξίδρωσιν, καὶ τοῦτο ἐχρησίμευεν εἰς αὐτοὺς ὡς [[λουτρόν]], [[διότι]] [[οὐδέποτε]] ἐλούοντο δι’ ὕδατος, Ἡρόδ. 4. 75· [[ἐντεῦθεν]], κανναβισθῆναι, «πρὸς τὴν κάνναβιν ἐξιδρῶσαι καὶ πυριασθῆναι» Ἡσύχ. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. ←anam, Λατ. cannabis· Λιθ. kannapes· Ἀγγλο-Σαξον. hoenep· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. hanf, κτλ.).
|elnltext=κάνναβις -εως [κάννα] Ion. gen. -ιος, acc. -ίδα, hennep (plant).
}}
{{elru
|elrutext='''κάννᾰβις:''' εως, ион. ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[пенька]] Her.;<br /><b class="num">2)</b> [[пеньковая пакля]] Her.;<br /><b class="num">3)</b> (acc. καννάβιδα) пеньковая одежда Her.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κάννᾰβις:''' ἡ, γεν. <i>-ιος</i>, αιτ. <i>κάνναβιν</i> ή <i>καννάβιδα</i>· κάνναβη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ο [[καπνός]] από την [[καύση]] της χρησιμοποιούνταν στα ατμόλουτρα, στον ίδ.
|lsmtext='''κάννᾰβις:''' ἡ, γεν. <i>-ιος</i>, αιτ. <i>κάνναβιν</i> ή <i>καννάβιδα</i>· κάνναβη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ο [[καπνός]] από την [[καύση]] της χρησιμοποιούνταν στα ατμόλουτρα, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κάννᾰβις:''' εως, ион. ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[пенька]] Her.;<br /><b class="num">2)</b> [[пеньковая пакля]] Her.;<br /><b class="num">3)</b> (acc. καννάβιδα) пеньковая одежда Her.
|lstext='''κάννᾰβις''': ἡ · γεν. ιος Ἡρόδ. 4. 74, εως Γαλην., Πολυδ. Ζ΄, 72· αἰτ. κάνναβιν Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 206F· [[ὡσαύτως]] καννάβιδα (οὐχὶ -βίδα) Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Παυσ. 6. 26, 6: - «καννάβι», Σοφ. Ἀποσπ. 231, Ἡρόδ., ἐν τῷ πληθ., σπόροι καννάβεως, Ἔφιππ. ἐν «Κύδωνι» 2 ([[ἔνθα]] φέρεται: κανναβίδες)· οἱ Σκῦθαι καίοντες [[σπέρμα]] καννάβεως ἐκαπνίζοντο πρὸς ἐξίδρωσιν, καὶ τοῦτο ἐχρησίμευεν εἰς αὐτοὺς ὡς [[λουτρόν]], [[διότι]] [[οὐδέποτε]] ἐλούοντο δι’ ὕδατος, Ἡρόδ. 4. 75· [[ἐντεῦθεν]], κανναβισθῆναι, «πρὸς τὴν κάνναβιν ἐξιδρῶσαι καὶ πυριασθῆναι» Ἡσύχ. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. ←anam, Λατ. cannabis· Λιθ. kannapes· Ἀγγλο-Σαξον. hoenep· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. hanf, κτλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=κάνναβις -εως [κάννα] Ion. gen. -ιος, acc. -ίδα, hennep (plant).
}}
}}
{{etym
{{etym