κάτοχος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui retient solidement (lien);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui retient bien, qui a bonne mémoire;<br /><b>II. 1</b> retenu solidement : ὕπνῳ SOPH par le sommeil ; soumis à : τινι à qqn;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> possédé, inspiré : Ἄρει EUR possédé d'Arès, <i>càd</i> belliqueux ; [[ἐκ]] θεοῦ PLUT inspiré par la divinité.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui retient solidement (lien);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui retient bien, qui a bonne mémoire;<br /><b>II. 1</b> retenu solidement : ὕπνῳ SOPH par le sommeil ; soumis à : τινι à qqn;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> possédé, inspiré : Ἄρει EUR possédé d'Arès, <i>càd</i> belliqueux ; [[ἐκ]] θεοῦ PLUT inspiré par la divinité.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κάτοχος''': -ον, ([[κατέχω]]) κρατῶν [[κάτω]], χαμηλά, γῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 538· κ. λίθοι, «οἱ ἐπὶ μνήμασι τιθέμενοι» Ἡσύχ.· [[ἴσως]] τὸ [[κάτοχος]] ἐφαρμόζεται εἰς τὸν Ἑρμῆν (χθόνιον) ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 539, [[ἔνθα]] ἴδε Böckh. 2) κρατῶν ἰσχυρῶς, συγκρατῶν, συνέχων ἐπὶ τῇ μνήμῃ, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1· [[κτῆσις]] κ. καὶ [[βέβαιος]] Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 8· δεσμὸς Πλούτ. 2. 321D. 3) κατέχων, ἐμπνέων, [[Μοῦσα]] Ἀσπασ. παρ’ Ἀθην. 219D. ΙΙ. Παθ., κρατούμενος [[κάτω]], κρατούμενος ἰσχυρῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 223· κατεχόμενος, ἡττώμενος, ὕπνῳ Σοφ. Τρ. 978· ὑποκείμενος, ὑποτεταγμένος, Ἄρει Εὐρ. Ἑκ. 1090. 2) κατεχόμενος, ἐμπνεόμενος, [[θεόπνευστος]], ὡς οἱ προφῆται καὶ οἱ ἐνθουσιῶντες ἢ οἱ ἔνθεοι, δαίμονί τινι Ἀριστ. π. Θαυμασ. 166· ἐκ θεοῦ Πλουτ. Ρωμ. 19· ἐκ τοῦ θείου Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 9· ἐκ Μουσῶν Πολυδ. Δ΄, 52, Α΄, 15, πρβλ. [[κατέχω]] Α. ΙΙ. 10· [[ἀλλά]], 3) οἱ κάτοχοι [[Διός]], [[ἁπλῶς]] οἱ λατρεύοντες αὐτόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4474, 60., 4475, καὶ Ἡσύχ. «κάτοχοι· οἱ ἱερεῖς τοῦ Ἑρμοῦ». ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[κάτοχος]], ὁ, τὸ δι’ οὗ κρατεῖ τις, ἡ [[λαβή]], Ἡσύχ.· πληθ. [[κάτοχα]], ὁ αὐτ., πρβλ. [[κατωχάνης]]. 2) ἡ [[κάτοχος]], = κατοχὴ ΙΙ. 3, «κατόχους καὶ κατεχομένους ἐκάλουν αὐτοὺς οἱ παλαιοί, κατοχὴν δὲ καὶ κατάληψιν οἱ νεώτεροι τὸ [[πάθος]] ὀνομάζουσιν» Γαλην. 8. 230. 3) ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐξοχαὶ τῶν τραχηλικῶν σπονδύλων, Πολυδ. Β΄, 132. β) [[ψῆφος]] πρὸς ἀρίθμησιν ἢ ὑπολογισμόν, Ἡσύχ. IV. Ἐπίρρ. κατόχως, μνημονικῶς, μὲ πιστότητα, ἐπὶ τῆς μνήμης, Ἕρμιππ. ἐν «Δημ.» 1, πρβλ. Α. Β. 107. 2) ὡς εἰ κατεχόμενος, [[θεόπνευστος]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 9, Πολυδ. 3) ὡς εἰ ἐν καταληψίᾳ διατελῶν, Ἱππ. 213C, κτλ.
|elnltext=κάτοχος -ον [κατέχω] act. goed van geheugen:. ἀναλαβὼν δὲ κάτοχος wat hij eenmaal opgenomen had, onthield hij goed Plut. CMi 1.6. pass. vastgehouden:; γαίᾳ κ. vastgehouden onder de aarde Aeschl. Pers. 223; in de greep van:; ὕπνῳ κ. in de greep van slaap Soph. Tr. 978; bezeten, in extase:; ἐκ θεοῦ κ. door een god bezeten Plut. Rom. 19.2; geneesk. kataleptisch.
}}
{{elru
|elrutext='''κάτοχος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[крепкий]], [[прочный]] ([[δεσμός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[крепко удерживаемый]], [[связанный]], [[скованный]] (γαίᾳ Aesch.; ὕπνῳ Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[одержимый]], [[вдохновляемый]] (Ἄρεϊ Eur.; δαίμονί τινι Arst.; ἐκ θεοῦ Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[обуреваемый]] (τύφῳ Luc.);<br /><b class="num">5)</b> [[захваченный]], [[увлеченный]] (ὑφ᾽ ἡδονῆς Plut.);<br /><b class="num">6)</b> [[крепко удерживающий в памяти]], [[хорошо запоминающий]] . καὶ [[μνημονικός]] Plut.).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κάτοχος:''' -ον ([[κατέχω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κρατά [[κάτι]] προς τα [[κάτω]], που κρατά [[σφιχτά]], [[συνεκτικός]], [[ανθεκτικός]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που κρατιέται προς τα [[κάτω]], είναι δεμένος [[σφιχτά]], υποκείμενος, υποταγμένος, σε Αισχύλ., Σοφ.· [[κάτοχος]] [[υποτελής]] σ' αυτόν, σε Ευρ.
|lsmtext='''κάτοχος:''' -ον ([[κατέχω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κρατά [[κάτι]] προς τα [[κάτω]], που κρατά [[σφιχτά]], [[συνεκτικός]], [[ανθεκτικός]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που κρατιέται προς τα [[κάτω]], είναι δεμένος [[σφιχτά]], υποκείμενος, υποταγμένος, σε Αισχύλ., Σοφ.· [[κάτοχος]] [[υποτελής]] σ' αυτόν, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κάτοχος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[крепкий]], [[прочный]] ([[δεσμός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[крепко удерживаемый]], [[связанный]], [[скованный]] (γαίᾳ Aesch.; ὕπνῳ Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[одержимый]], [[вдохновляемый]] (Ἄρεϊ Eur.; δαίμονί τινι Arst.; ἐκ θεοῦ Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[обуреваемый]] (τύφῳ Luc.);<br /><b class="num">5)</b> [[захваченный]], [[увлеченный]] (ὑφ᾽ ἡδονῆς Plut.);<br /><b class="num">6)</b> [[крепко удерживающий в памяти]], [[хорошо запоминающий]] . καὶ [[μνημονικός]] Plut.).
|lstext='''κάτοχος''': -ον, ([[κατέχω]]) κρατῶν [[κάτω]], χαμηλά, γῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 538· κ. λίθοι, «οἱ ἐπὶ μνήμασι τιθέμενοι» Ἡσύχ.· [[ἴσως]] τὸ [[κάτοχος]] ἐφαρμόζεται εἰς τὸν Ἑρμῆν (χθόνιον) ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 539, [[ἔνθα]] ἴδε Böckh. 2) κρατῶν ἰσχυρῶς, συγκρατῶν, συνέχων ἐπὶ τῇ μνήμῃ, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1· [[κτῆσις]] κ. καὶ [[βέβαιος]] Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 8· δεσμὸς Πλούτ. 2. 321D. 3) κατέχων, ἐμπνέων, [[Μοῦσα]] Ἀσπασ. παρ’ Ἀθην. 219D. ΙΙ. Παθ., κρατούμενος [[κάτω]], κρατούμενος ἰσχυρῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 223· κατεχόμενος, ἡττώμενος, ὕπνῳ Σοφ. Τρ. 978· ὑποκείμενος, ὑποτεταγμένος, Ἄρει Εὐρ. Ἑκ. 1090. 2) κατεχόμενος, ἐμπνεόμενος, [[θεόπνευστος]], ὡς οἱ προφῆται καὶ οἱ ἐνθουσιῶντες ἢ οἱ ἔνθεοι, δαίμονί τινι Ἀριστ. π. Θαυμασ. 166· ἐκ θεοῦ Πλουτ. Ρωμ. 19· ἐκ τοῦ θείου Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 9· ἐκ Μουσῶν Πολυδ. Δ΄, 52, Α΄, 15, πρβλ. [[κατέχω]] Α. ΙΙ. 10· [[ἀλλά]], 3) οἱ κάτοχοι [[Διός]], [[ἁπλῶς]] οἱ λατρεύοντες αὐτόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4474, 60., 4475, καὶ Ἡσύχ. «κάτοχοι· οἱ ἱερεῖς τοῦ Ἑρμοῦ». ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[κάτοχος]], ὁ, τὸ δι’ οὗ κρατεῖ τις, ἡ [[λαβή]], Ἡσύχ.· πληθ. [[κάτοχα]], ὁ αὐτ., πρβλ. [[κατωχάνης]]. 2) ἡ [[κάτοχος]], = κατοχὴ ΙΙ. 3, «κατόχους καὶ κατεχομένους ἐκάλουν αὐτοὺς οἱ παλαιοί, κατοχὴν δὲ καὶ κατάληψιν οἱ νεώτεροι τὸ [[πάθος]] ὀνομάζουσιν» Γαλην. 8. 230. 3) ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐξοχαὶ τῶν τραχηλικῶν σπονδύλων, Πολυδ. Β΄, 132. β) [[ψῆφος]] πρὸς ἀρίθμησιν ἢ ὑπολογισμόν, Ἡσύχ. IV. Ἐπίρρ. κατόχως, μνημονικῶς, μὲ πιστότητα, ἐπὶ τῆς μνήμης, Ἕρμιππ. ἐν «Δημ.» 1, πρβλ. Α. Β. 107. 2) ὡς εἰ κατεχόμενος, [[θεόπνευστος]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 9, Πολυδ. 3) ὡς εἰ ἐν καταληψίᾳ διατελῶν, Ἱππ. 213C, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κάτοχος -ον [κατέχω] act. goed van geheugen:. ἀναλαβὼν δὲ κάτοχος wat hij eenmaal opgenomen had, onthield hij goed Plut. CMi 1.6. pass. vastgehouden:; γαίᾳ κ. vastgehouden onder de aarde Aeschl. Pers. 223; in de greep van:; ὕπνῳ κ. in de greep van slaap Soph. Tr. 978; bezeten, in extase:; ἐκ θεοῦ κ. door een god bezeten Plut. Rom. 19.2; geneesk. kataleptisch.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάτοχος]], ον [[κατέχω]]<br /><b class="num">I.</b> holding [[down]], holding [[fast]], [[tenacious]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. kept [[down]], held [[fast]], overpowered, [[overcome]], Aesch., Soph.; [[κάτοχος]] [[subject]] to him, Eur.
|mdlsjtxt=[[κάτοχος]], ον [[κατέχω]]<br /><b class="num">I.</b> holding [[down]], holding [[fast]], [[tenacious]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. kept [[down]], held [[fast]], overpowered, [[overcome]], Aesch., Soph.; [[κάτοχος]] [[subject]] to him, Eur.
}}
}}