ζευκτήριος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α, ον :<br />qui sert à joindre, à unir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ζεύγνυμι]].
|btext=α, ον :<br />qui sert à joindre, à unir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ζεύγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ζευκτήριος''': , -ον, ζευγνύων, συνδέων, [[γέφυρα]] γαῖν δυοῖν ζ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 736· πάτερ… Μαινάδων ζευκτήριε ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ζευκτήριον, τό, = [[ζυγόν]], [[ζυγός]], ὁ αὐτ. Ἀγ. 529· ζευκτηρία, ἡ, = [[ζεύγλη]] ΙΙ, ἴδε ἐν λ. [[πηδάλιον]].
|elnltext=ζευκτήριος -α -ον [ζεύγνυμι] verbindings-; subst..; ἕν δυοῖν ζευκτήριον één zaak die er twee verbindt (van een brug) Aeschl. Pers. 736; subst. τὸ ζευκτήριον juk; Aeschl. Ag. 529; subst. ἡ ζευκτηρία band, riem:. ἀνέντες τὰς ζευκτηρίας τῶν πηδαλίων nadat zij de riemen om het roer hadden losgemaakt NT Act. Ap. 27.40.
}}
{{elru
|elrutext='''ζευκτήριος:''' [[служащий для соединения]], [[связывающий]]: [[γέφυρα]] γαῖν [[δυοῖν]] [[ζευκτηρία]] Aesch. мост, соединяющий оба материка.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ζευκτήριος:''' -α, -ον ([[ζεύγνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να συνδέει ή να βάζει ζώα στο [[ζυγό]]· [[γέφυρα]] γαῖνδυοῖν ζευκτηρία, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[ζευκτήριον]], τό = [[ζυγόν]], ο [[ζυγός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ζευκτήριος:''' -α, -ον ([[ζεύγνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να συνδέει ή να βάζει ζώα στο [[ζυγό]]· [[γέφυρα]] γαῖνδυοῖν ζευκτηρία, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[ζευκτήριον]], τό = [[ζυγόν]], ο [[ζυγός]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζευκτήριος:''' [[служащий для соединения]], [[связывающий]]: [[γέφυρα]] γαῖν [[δυοῖν]] [[ζευκτηρία]] Aesch. мост, соединяющий оба материка.
|lstext='''ζευκτήριος''': -α, -ον, ζευγνύων, συνδέων, [[γέφυρα]] γαῖν δυοῖν ζ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 736· πάτερ… Μαινάδων ζευκτήριε ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ζευκτήριον, τό, = [[ζυγόν]], ὁ [[ζυγός]], ὁ αὐτ. Ἀγ. 529· ζευκτηρία, ἡ, = [[ζεύγλη]] ΙΙ, ἴδε ἐν λ. [[πηδάλιον]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζευκτήριος -α -ον [ζεύγνυμι] verbindings-; subst..; ἕν δυοῖν ζευκτήριον één zaak die er twee verbindt (van een brug) Aeschl. Pers. 736; subst. τὸ ζευκτήριον juk; Aeschl. Ag. 529; subst. ἡ ζευκτηρία band, riem:. ἀνέντες τὰς ζευκτηρίας τῶν πηδαλίων nadat zij de riemen om het roer hadden losgemaakt NT Act. Ap. 27.40.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ζευκτήριος]], η, ον [[ζεύγνυμι]]<br /><b class="num">I.</b> fit for joining or yoking, γέφυραν γαῖν δυοῖν ζ. Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[ζευκτήριον]], τό, = [[ζυγόν]], a [[yoke]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[ζευκτήριος]], η, ον [[ζεύγνυμι]]<br /><b class="num">I.</b> fit for joining or yoking, γέφυραν γαῖν δυοῖν ζ. Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[ζευκτήριον]], τό, = [[ζυγόν]], a [[yoke]], Aesch.
}}
}}