3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> ceinture, <i>particul.</i><br /><b>1</b> ceinture de femme : ζώνην λύειν OD délier la ceinture (de l'épouse), le jour du mariage ; ὑπὸ ζώνην τινὰ φέρειν ESCHL <i>ou</i> ὑπὸ ζώνης EUR <i>ou</i> ἐντὸς ζώνης ESCHL porter un enfant dans son sein;<br /><b>2</b> ceinture d'homme <i>particul. en parl. des Orientaux</i> : ζώνην λύειν HDT délier sa ceinture, <i>càd</i> se mettre à l'aise pour une halte;<br /><b>3</b> ceinture où l'on met son argent, bourse : κῶμαι [[εἰς]] ζώνην δεδομέναι XÉN villages donnés (à une reine de Perse) pour sa bourse, <i>càd</i> comme présent;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> région du corps où se place la ceinture, taille ; allure, démarche;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> tout objet qui entoure comme une ceinture;<br /><b>2</b> zone terrestre <i>ou</i> céleste.<br />'''Étymologie:''' [[ζώννυμι]]. | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> ceinture, <i>particul.</i><br /><b>1</b> ceinture de femme : ζώνην λύειν OD délier la ceinture (de l'épouse), le jour du mariage ; ὑπὸ ζώνην τινὰ φέρειν ESCHL <i>ou</i> ὑπὸ ζώνης EUR <i>ou</i> ἐντὸς ζώνης ESCHL porter un enfant dans son sein;<br /><b>2</b> ceinture d'homme <i>particul. en parl. des Orientaux</i> : ζώνην λύειν HDT délier sa ceinture, <i>càd</i> se mettre à l'aise pour une halte;<br /><b>3</b> ceinture où l'on met son argent, bourse : κῶμαι [[εἰς]] ζώνην δεδομέναι XÉN villages donnés (à une reine de Perse) pour sa bourse, <i>càd</i> comme présent;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> région du corps où se place la ceinture, taille ; allure, démarche;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> tout objet qui entoure comme une ceinture;<br /><b>2</b> zone terrestre <i>ou</i> céleste.<br />'''Étymologie:''' [[ζώννυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=ζώνη -ης, ἡ, Dor. ζώνᾱ [~ ζώννυμι] ceintuur, gordel, riem gedragen door vrouwen, ook i. v. m. huwelijk en seksuele relaties:; λῦσε... παρθενίην ζώνην hij maakte haar maagdengordel los Od. 11.245; uitbr.. αἱ δὲ κῶμαι Παρυσάτιδος ἦσαν εἰς ζώνην δεδομέναι de dorpen waren van Parysatis, gegeven voor haar ceintuur (d.w.z. om zich met de opbrengst ervan te kleden) Xen. An. 1.4.9. gedragen door mannen op mars of in de oorlog:; πρῶτον ἐλύσατο τὴν ζώνην φεύγων ἐξ Ἀθηνέων ὀπίσω hij maakte daar voor het eerst tijdens zijn vlucht terug uit Athene zijn riem los (d.w.z. hij rustte uit) Hdt. 8.120; uitbr. taille, middel:. ἴκελος... Ἄρεϊ... ζώνην, στέρνον δὲ Ποσειδάωνι (Agamemnon), lijkend op Ares qua taille en op Poseidon wat betreft zijn borst Il. 2.479. buidel, beurs (voor geld). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζώνη:''' дор. [[ζώνα]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> (женский), [[пояс]] (носимый вокруг талии, в отличие от [[ταινία]], которым подпоясывались под грудью; у атт. писателей - женский пояс - [[ζώνιον]]) (περιβάλλειν [[ἰξυῖ]] ζώνην Hom.): (παρθενίην) ζώνην λύειν Hom., Plut.; распускать девичий пояс (ср. 4); ζώνην λύσασθαι Anth. выходить замуж; παῖδα ὑπὸ ζώνῃ [[θέσθαι]] HH зачать сына; φέρειν ὑπὸ ζώνης Eur., ὑπὸ ζώνην и ἐντὸς ζώνης Aesch. носить под сердцем, т. е. носить в чреве; ζώνην καταθέσθαι Pind. разрешиться от бремени;<br /><b class="num">2)</b> [[брак]], [[бракосочетание]], [[свадьба]]: [[τᾶς]] ματρὸς ζῶνα Eur. бракосочетание матери (Ореста и Ифигении), т. е. свадьба Клитемнестры;<br /><b class="num">3)</b> (служил иногда для хранения денег), [[пояс]], [[кошель]], (αἴρειν εἰς τὴν ζώνην χαλκόν NT): κῶμοι εἰς ζώνην δεδομέναι Xen. деревни, подаренные (Парисатиде) на личные расходы;<br /><b class="num">4)</b> (мужской), [[пояс]] (у Hom. мужской пояс - [[ζωστήρ]]): ζώνην λύειν Her. распоясываться, т. е. устраивать привал (ср. 1); [[λαβεῖν]] τινα τῆς ζώνης Xen., Diod.; схватить за пояс, т. е. арестовать кого-л. (у персов);<br /><b class="num">5)</b> (у восточных народов) перевязь для кинжала: ζώνης [[τυχεῖν]] Anth. поступить на военную службу; ἡ ζ. τοῦ Ὠρίωνος Arst. пояс (в созвездии) Ориона;<br /><b class="num">6)</b> [[стан]], [[осанка]], [[поступь]]: [[ἴκελος]] Ἄρεϊ ζώνην Hom. (Агамемнон), осанкой подобный Арею. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 34: | Line 37: | ||
|lsmtext='''ζώνη:''' ἡ ([[ζώννυμι]]), [[ζωνάρι]], [[ζώνη]] (ό,τι και στη Ν.Ε.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυρίως]] η [[ζώνη]] που φορούσαν οι γυναίκες [[χαμηλά]] στο [[σώμα]] τους, πάνω από τους γλουτούς (ενώ το [[στρόφιον]], η [[ζώνη]] [[δηλαδή]] που φορούσαν στο πάνω [[μέρος]] του σώματός τους, φοριόταν [[κάτω]] από το [[στήθος]]), σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> Φράσεις: <i>λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην</i>, χαλάρωσε την [[παρθενική]] της [[ζώνη]], λέγεται για τον γαμπρό, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., λέγεται για τη [[νύφη]], σε Ανθ.· χρησιμοποιείται για άνδρες που βρίσκονται σε [[πορεία]], <i>ζώνην λύεσθαι</i>, [[χαλαρώνω]] τη [[ζώνη]] μου, δηλ. ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, [[καταλύω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τις εγκυμονούσες γυναίκες, <i>φέρειν ὑπὸ ζώνης</i>, <i>τρέφειν ἐντὸς ζώνης</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>εἰς ζώνην δεδόσθαι</i>, παροιμ. [[φράση]], δίδομαι για τα έξοδα της ζώνης, λεγόταν για τις βασίλισσες της Ανατολής στις οποίες για τα μικροέξοδά τους δίδονταν πόλεις ολόκληρες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ζώνη]] που φορούσαν οι άνδρες (στον Όμηρ. κοινώς καλείται [[ζωστήρ]]), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τμήμα]] του σώματος γύρω από το οποίο περιδενόταν η [[ζώνη]], η [[μέση]], τα [[πλευρά]], η [[οσφύς]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ζώνη:''' ἡ ([[ζώννυμι]]), [[ζωνάρι]], [[ζώνη]] (ό,τι και στη Ν.Ε.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυρίως]] η [[ζώνη]] που φορούσαν οι γυναίκες [[χαμηλά]] στο [[σώμα]] τους, πάνω από τους γλουτούς (ενώ το [[στρόφιον]], η [[ζώνη]] [[δηλαδή]] που φορούσαν στο πάνω [[μέρος]] του σώματός τους, φοριόταν [[κάτω]] από το [[στήθος]]), σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> Φράσεις: <i>λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην</i>, χαλάρωσε την [[παρθενική]] της [[ζώνη]], λέγεται για τον γαμπρό, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., λέγεται για τη [[νύφη]], σε Ανθ.· χρησιμοποιείται για άνδρες που βρίσκονται σε [[πορεία]], <i>ζώνην λύεσθαι</i>, [[χαλαρώνω]] τη [[ζώνη]] μου, δηλ. ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, [[καταλύω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τις εγκυμονούσες γυναίκες, <i>φέρειν ὑπὸ ζώνης</i>, <i>τρέφειν ἐντὸς ζώνης</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>εἰς ζώνην δεδόσθαι</i>, παροιμ. [[φράση]], δίδομαι για τα έξοδα της ζώνης, λεγόταν για τις βασίλισσες της Ανατολής στις οποίες για τα μικροέξοδά τους δίδονταν πόλεις ολόκληρες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ζώνη]] που φορούσαν οι άνδρες (στον Όμηρ. κοινώς καλείται [[ζωστήρ]]), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τμήμα]] του σώματος γύρω από το οποίο περιδενόταν η [[ζώνη]], η [[μέση]], τα [[πλευρά]], η [[οσφύς]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ζώνη''': ἡ, ([[ζώννυμι]]) [[ζώνη]], ζωνάρι. 1) παρ’ Ὁμ. [[κυρίως]] ἡ κατωτέρα [[ζώνη]], ἣν ἐφόρουν αἱ γυναῖκες κατὰ τὴν ὀσφύν, [[ὑπεράνω]] δὲ τῆς ζώνης ταύτης ἡ ἐσθὴς ἀνεσύρετο καὶ ἔπιπτεν εἰς πτυχάς, (ἡ δὲ [[ζώνη]] ἡ καλουμένη [[στρόφιον]], [[ταινία]], ἐφορεῖτο εὐθὺς ὑπὸ τοὺς μαστούς), περὶ δὲ ζώνην βάλετ’ ἰξυῖ Ὀδ. Ε. 231, Κ. 544, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 181, Ἡρόδ. 1. 51, κτλ. -Φράσεις: 1) λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην, ἔλυσε τὴν παρθενικὴν ζώνην, ἐπὶ τοῦ νυμφίου, Ὀδ. Λ. 245, πρβλ. Πλούτ. Λυκούργ. 15. - Μέσ., ἐπὶ τῆς νύμφης, μούνῳ ἑνὶ ζώναν ἀνέρι λυσαμένα Ἀνθ. Π. 7. 234· ([[ἐντεῦθεν]] [[ζώνη]]. ἀπόλ., ἀντὶ γάμου, Εὐρ. Ι. Τ. 204· ἢ συνουσίας, Φιλόστρ. 284): ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] β) ζώνην λύομαι ἢ ἀπολύομαι, λύω τὴν ζώνην μου πρὸς τοκετόν, Καλλ. εἰς Δῆλ. 209, Ὀππ. Κυν. 3. 56· οὕτω, ζώνην κατατίθεσθαι Πίνδ. Ο. 6. 66. γ) ἐπὶ ἀνδρῶν ἐν πορείᾳ, ζ. λύομαι, χαλαρώνω τὴν ζώνην μου, δηλ. ἀναπαύομαι, [[καταλύω]], Ἡρόδ. 8. 120· ζ. ἀναλύεσθαι Καλλ. εἰς Δῆλ. 237. 2) ἐπὶ ἐγκύων γυναικῶν, τέκνων ἤνεγχ’ ὑπὸ ζώνην (ζώνης;) βάρος Αἰσχύλ. Χο. 992· πῶς γάρ σ’ ἔθρεψεν ἐντὸς... ζώνης ὁ αὐτ. Εὐμ. 608· τοῦτον… ἔφερον ζώνης ὕπο Εὐρ. Ἑκ. 762· [[ὡσαύτως]], ὑπὸ ζώνῃ τίθεμαι, [[συλλαμβάνω]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 255. 3) παροιμ., εἰς ζώνην δίδομαι, δίδομαι δι’ ἔξοδα ζώνης, ἐπὶ Ἀσιανῶν βασιλισσῶν, εἰς ἃς ἐχαρίζοντο πόλεις ὁλόκληροι διὰ τὰ μικρὰ αὐτῶν ἔξοδα, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 9· χώραν καλεῖν... τὴν ζώνην τῆς βασιλέως γυναικὸς Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123Β· πρβλ. [[καλύπτρα]] Ι. 2. ΙΙ. ἡ [[ζώνη]] τοῦ ἀνδρὸς (παρ’ Ὁμ. κοινῶς [[ζωστήρ]]), ἐπὶ τῆς ζώνης τοῦ Ἀγαμέμνονος, Ἰλ. Λ. 234· ἡ ζ. τοῦ Ὠρίωνος, οἱ [[τρεῖς]] ἀστέρες οἱ ἀποτελοῦντες τὴν ζώνην τοῦ Ὠρίωνος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 14· ἡ [[ζώνη]] τῶν βαρβάρων, ἐν ᾗ ἔφερον τὸ ἐγχειρίδιον, ξεν. Ἀν. 1. 6, 10., 4. 7, 16, Ἀθήν. 443Β, Λουκ. Ἀναχ. 33, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάσσ. 368C· - αὕτη ἡ [[ζώνη]] ἐχρησίμευεν, ὡς καὶ νῦν ἐν τῇ Ἀνατολῇ, ὡς [[βαλλάντιον]], «κεμέρι», ἐν ᾧ φυλάττονται τὰ χρήματα· [[ἐντεῦθεν]], zonam perdere, χάνω τὸ βαλλάντιόν μου, Ὁράτ. Ἐπιστ. Β΄, 2, 40. 2) ἡ [[ὀσφύς]], περὶ ἣν ἐτίθετο ἡ [[ζώνη]], «[[μέση]]», [[οὕτως]] ὁ [[Ἀγαμέμνων]] λέγεται Ἄρεϊ ζώνην [[ἴκελος]] Ἰλ. Β. 479, πρβλ. Ὀρφ. Ἀποσπ. 6. 38· [[ὅπερ]] ὁ Παυσαν. 9. 17, 3 ἑρμηνεύει «τῶν ὅπλων τὴν σκευήν». 3) παρὰ τοῖς βαρβάροις [[ὡσαύτως]] = [[ζώνη]] στρατιωτική, ζώνης τυχεῖν Ἀνθ. Π. 11. 238· οἱ ὑπὸ ζώνην, στρατιῶται, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι περιβάλλει τινὰ ὡς [[ζώνη]], Πλούτ. 2. 935 Α, Λουκ. Μυίας Ἐγκωμ. 3. 2) μία τῶν ζωνῶν τῆς σφαίρας, [[εὔκρατος]], διακεκαυμένη, κατεψυγμένη, Λατ. cingulus, Στράβ. 31, 65, 94 κἑξ. 3) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, = [[διάζωμα]], Παυσ. 5. 10, 5, Βιτρούβ.· [[ὡσαύτως]] [[στοά]], Βυζ. 4) παρ’ Ἰατρ. συγγραφ., [[ἕρπης]] [[ζωστήρ]] (cingulum), καλούμενος [[οὕτως]] ὡς περιζωννύων ὁλόκληρον τὸ [[σῶμα]], ignis sacer, πρβλ. [[ζωστήρ]] ΙΙ. 3. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |