κάπρος: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />sanglier, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> aper.<br /><i><b>Syn.</b></i> [[μονίας]], [[μονιός]], [[σῦς]], [[ὗς]]².
|btext=ου (ὁ) :<br />sanglier, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> aper.<br /><i><b>Syn.</b></i> [[μονίας]], [[μονιός]], [[σῦς]], [[ὗς]]².
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κάπρος''': ᾰ φύσει, , ὁ [[χοῖρος]], ἰδίως δὲ ὁ [[ἀγριόχοιρος]], Ἰλ. Ρ. 725, κτλ.· [[ὡσαύτως]], σῦς [[κάπρος]], προστιθεμένου τοῦ ὀνόματος τοῦ εἴδους εἰς τὸ τοῦ γένους (πρβλ. [[κάπριος]]), Ε. 783, Ρ. 21· ─ ἐχρησίμευεν ὡς [[θῦμα]] ἐν ταῖς θυσίαις, Τ. 197, Ἀριστοφ. Λυσ. 202 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.) [[ἧπαρ]] κάπρου ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 302. ΙΙ. [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος ἐκ τῶν σκληροδέρμων, Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 8· περὶ τῶν ἐν Ἀχελώῳ κάπρων λέγει ὁ Ἀριστοτέλης ὅτι ἐκπέμπουσι τριγμόν τινα ὡς γρυλισμὸν χοίρου, [[αὐτόθι]] 4. 9, 5· ὁ ἰχθῦς [[οὗτος]] ἦτο περιζήτητος ὑπὸ τῶν τρυφεροβίων καὶ λίχνων, ἐς Ἀμβρακίαν ἐλθὼν... τὸν κάπρον γ’ ἄν ἐσίδῃς ὠνοῦ καὶ μὴ κατάλειπε, κἄν [[ἰσόχρυσος]] ἔῃ Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 305Ε· [[ὡσαύτως]] καπρίσκος, ὁ, Κρώβυλος ἐν «Ψευδυποβολιμαίῳ» 2, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 355F. ─ Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάπρος]]. ὗς [[ἄγριος]], ἢ τὸν φάγρον ἰχθύν». (Πρβλ. Λατ. caper, capra, Ἀρχ. Σκανδιν. hafr, Ἁγγλο-Σαξον. koefer ([[τράγος]])· ─ ἀλλ’ ἡ [[ἔλλειψις]] τοῦ ἐν ἀρχῇ h καθιστᾷ δύσκολον τὴν συσχέτισιν πρὸς τὸ aper, Ἀγγλο-Σαξον. eofor, Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. ebar).
|elnltext=κάπρος -ου, ὁ wild zwijn; spec. beer (mannelijk zwijn).
}}
{{elru
|elrutext='''κάπρος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> (или [[σῦς]] κ.) кабан, вепрь (преимущ. дикий) Hom., Hes. etc.;<br /><b class="num">2)</b> «[[кабан]]» (вид речной рыбы) Arst.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''κάπρος:''' (φύσει <i>ᾰ</i>), ὁ, [[γουρούνι]], [[αγριογούρουνο]], Λατ. [[aper]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, [[σῦς]] [[κάπριος]], στο ίδ.
|lsmtext='''κάπρος:''' (φύσει <i>ᾰ</i>), ὁ, [[γουρούνι]], [[αγριογούρουνο]], Λατ. [[aper]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, [[σῦς]] [[κάπριος]], στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κάπρος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> (или [[σῦς]] κ.) кабан, вепрь (преимущ. дикий) Hom., Hes. etc.;<br /><b class="num">2)</b> «[[кабан]]» (вид речной рыбы) Arst.
|lstext='''κάπρος''': ᾰ φύσει, ὁ, ὁ [[χοῖρος]], ἰδίως δὲ ὁ [[ἀγριόχοιρος]], Ἰλ. Ρ. 725, κτλ.· [[ὡσαύτως]], σῦς [[κάπρος]], προστιθεμένου τοῦ ὀνόματος τοῦ εἴδους εἰς τὸ τοῦ γένους (πρβλ. [[κάπριος]]), Ε. 783, Ρ. 21· ─ ἐχρησίμευεν ὡς [[θῦμα]] ἐν ταῖς θυσίαις, Τ. 197, Ἀριστοφ. Λυσ. 202 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.) [[ἧπαρ]] κάπρου ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 302. ΙΙ. [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος ἐκ τῶν σκληροδέρμων, Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 8· περὶ τῶν ἐν Ἀχελώῳ κάπρων λέγει ὁ Ἀριστοτέλης ὅτι ἐκπέμπουσι τριγμόν τινα ὡς γρυλισμὸν χοίρου, [[αὐτόθι]] 4. 9, 5· ὁ ἰχθῦς [[οὗτος]] ἦτο περιζήτητος ὑπὸ τῶν τρυφεροβίων καὶ λίχνων, ἐς Ἀμβρακίαν ἐλθὼν... τὸν κάπρον γ’ ἄν ἐσίδῃς ὠνοῦ καὶ μὴ κατάλειπε, κἄν [[ἰσόχρυσος]] ἔῃ Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 305Ε· [[ὡσαύτως]] καπρίσκος, ὁ, Κρώβυλος ἐν «Ψευδυποβολιμαίῳ» 2, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 355F. ─ Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάπρος]]. ὗς [[ἄγριος]], ἢ τὸν φάγρον ἰχθύν». (Πρβλ. Λατ. caper, capra, Ἀρχ. Σκανδιν. hafr, Ἁγγλο-Σαξον. koefer ([[τράγος]])· ─ ἀλλ’ ἡ [[ἔλλειψις]] τοῦ ἐν ἀρχῇ h καθιστᾷ δύσκολον τὴν συσχέτισιν πρὸς τὸ aper, Ἀγγλο-Σαξον. eofor, Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. ebar).
}}
{{elnl
|elnltext=κάπρος -ου, ὁ wild zwijn; spec. beer (mannelijk zwijn).
}}
}}
{{etym
{{etym