κίδναμαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἐκιδνάμην;<br />se répandre.<br />'''Étymologie:''' R. Κιδ de Σκιδ, cf. [[σκεδάννυμι]].
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἐκιδνάμην;<br />se répandre.<br />'''Étymologie:''' R. Κιδ de Σκιδ, cf. [[σκεδάννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κίδναμαι''': παθ. τοῦ κίδνημι ([[ὅπερ]] εὕρηται μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπικ-, ἔχον πρὸς τὸ [[σκίδνημι]] ὡς τὸ κεδάζω πρὸς τὸ [[σκεδάζω]]), ποιητ. ἀντὶ σκεδάννυμαι, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐξαπλοῦμαι [[ὑπεράνω]], ἐκτείνομαι, ἐπὶ τῆς ἀνατελλούσης ἡμέρας, πᾶσαν ἐπ’ αἶαν κ. Ἠὼς Ἰλ. Θ. 1· ὑπεὶρ ἅλα κίδναται Ἠὼς Ψ. 227· ὀδμὰ κατὰ χῶρον κ. Πινδ. Ἀποσπ. 95. 6· [[ἅπαξ]] παρὰ τραγ., [[ὕπνος]] ἐπ’ ὄσσοις κ. Εὐρ. Ἑκ. 916· κολοιῶν κρωγμὸς... κιδνάμενος Ἀνθ. Π. 7. 713.
|elnltext=κίδναμαι zich verspreiden, zich ontvouwen:. ὑπεὶρ ἅλα κίδναται ἠώς de dageraad verspreidt zich over de zee Il. 23.227.
}}
{{elru
|elrutext='''κίδνᾰμαι:''' (только praes. и impf.) рассеиваться, распространяться, тж. распростираться, раскидываться (ὑπεὶρ ἅλα, πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν Hom.; κατὰ χῶρον Pind.): [[ὕπνος]] ἐπ᾽ ὄσσοις κίδναται Eur. сон спускается на очи.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κίδναμαι:''' Παθ., = <i>σκεδάννυμαι</i>, μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[απλώνω]] από πάνω, εξαπλώνομαι, εκτείνομαι, λέγεται για τη [[μέρα]] που ξημερώνει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὕπνος]] ἐπ' ὄσσοις κ., σε Ευρ.
|lsmtext='''κίδναμαι:''' Παθ., = <i>σκεδάννυμαι</i>, μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[απλώνω]] από πάνω, εξαπλώνομαι, εκτείνομαι, λέγεται για τη [[μέρα]] που ξημερώνει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὕπνος]] ἐπ' ὄσσοις κ., σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κίδνᾰμαι:''' (только praes. и impf.) рассеиваться, распространяться, тж. распростираться, раскидываться (ὑπεὶρ ἅλα, πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν Hom.; κατὰ χῶρον Pind.): [[ὕπνος]] ἐπ᾽ ὄσσοις κίδναται Eur. сон спускается на очи.
|lstext='''κίδναμαι''': παθ. τοῦ κίδνημι ([[ὅπερ]] εὕρηται μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπικ-, ἔχον πρὸς τὸ [[σκίδνημι]] ὡς τὸ κεδάζω πρὸς τὸ [[σκεδάζω]]), ποιητ. ἀντὶ σκεδάννυμαι, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐξαπλοῦμαι [[ὑπεράνω]], ἐκτείνομαι, ἐπὶ τῆς ἀνατελλούσης ἡμέρας, πᾶσαν ἐπ’ αἶαν κ. Ἠὼς Ἰλ. Θ. 1· ὑπεὶρ ἅλα κίδναται Ἠὼς Ψ. 227· ὀδμὰ κατὰ χῶρον κ. Πινδ. Ἀποσπ. 95. 6· [[ἅπαξ]] παρὰ τραγ., [[ὕπνος]] ἐπ’ ὄσσοις κ. Εὐρ. Ἑκ. 916· κολοιῶν κρωγμὸς... κιδνάμενος Ἀνθ. Π. 7. 713.
}}
{{elnl
|elnltext=κίδναμαι zich verspreiden, zich ontvouwen:. ὑπεὶρ ἅλα κίδναται ἠώς de dageraad verspreidt zich over de zee Il. 23.227.
}}
}}
{{etym
{{etym