ζαχρεῖος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui a grand besoin de, qui cherche.<br />'''Étymologie:''' ζα-, [[χρεία]].
|btext=ος, ον :<br />qui a grand besoin de, qui cherche.<br />'''Étymologie:''' ζα-, [[χρεία]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ζαχρεῖος''': -ον, ([[χρεία]]) μεγάλην ἀνάγκην ἔχων τινός, [[σφόδρα]] χρῄζων τινός, μετὰ γεν., ζαχρ. ὁδοῦ, ὁ ἔχων ἀνάγκην νὰ μάθῃ τὸν δρόμον, ὁ ἐρευνῶν πρὸς εὕρεσιν τῆς ὁδοῦ, Θεόκρ. 25. 6· πρβλ. [[χρεῖος]], ον, ΙΙ.
|elnltext=ζαχρεῖος -ον [ζα-, χρεία] zeer hulpbehoevend:; ζαχρεῖ’ ἔπη woorden die vragen om hulp Aeschl. Suppl. 194; ook met gen.. ὁδοῦ ζαχρεῖον... ὁδίτην een reiziger die hulp nodig heeft bij het vinden van de weg Theocr. 25.6.
}}
{{elru
|elrutext='''ζαχρεῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> самый необходимый, т. е. немногочисленный (ἔπη Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[весьма нуждающийся]]: ζ. ὁδοῦ Theocr. ищущий дороги.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ζαχρεῖος:''' -ον ([[χρεία]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ανάγκη]] κάποιου πράγματος· με γεν., [[ζαχρεῖος]] ὁδοῦ, αυτός που επιθυμεί να μάθει το δρόμο, που ψάχνει την οδό που πρέπει να ακολουθήσει, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ζαχρεῖος:''' -ον ([[χρεία]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ανάγκη]] κάποιου πράγματος· με γεν., [[ζαχρεῖος]] ὁδοῦ, αυτός που επιθυμεί να μάθει το δρόμο, που ψάχνει την οδό που πρέπει να ακολουθήσει, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζαχρεῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> самый необходимый, т. е. немногочисленный (ἔπη Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[весьма нуждающийся]]: ζ. ὁδοῦ Theocr. ищущий дороги.
|lstext='''ζαχρεῖος''': -ον, ([[χρεία]]) μεγάλην ἀνάγκην ἔχων τινός, [[σφόδρα]] χρῄζων τινός, μετὰ γεν., ζαχρ. ὁδοῦ, ὁ ἔχων ἀνάγκην νὰ μάθῃ τὸν δρόμον, ὁ ἐρευνῶν πρὸς εὕρεσιν τῆς ὁδοῦ, Θεόκρ. 25. 6· πρβλ. [[χρεῖος]], ον, ΙΙ.
}}
{{elnl
|elnltext=ζαχρεῖος -ον [ζα-, χρεία] zeer hulpbehoevend:; ζαχρεῖ’ ἔπη woorden die vragen om hulp Aeschl. Suppl. 194; ook met gen.. ὁδοῦ ζαχρεῖον... ὁδίτην een reiziger die hulp nodig heeft bij het vinden van de weg Theocr. 25.6.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζα-[[χρεῖος]], ον [[χρεία]]<br />[[wanting]] [[much]]: c. gen., ζαχρ. ὁδοῦ one who wants to [[know]] the way, Theocr.
|mdlsjtxt=ζα-[[χρεῖος]], ον [[χρεία]]<br />[[wanting]] [[much]]: c. gen., ζαχρ. ὁδοῦ one who wants to [[know]] the way, Theocr.
}}
}}