καρφηρός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ά, όν :<br />fait de brins de paille, fait de menus morceaux de bois sec (nid).<br />'''Étymologie:''' [[κάρφος]].
|btext=ά, όν :<br />fait de brins de paille, fait de menus morceaux de bois sec (nid).<br />'''Étymologie:''' [[κάρφος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καρφηρός''': -ά, -όν, ([[κάρφος]]) ἐκ ξηρῶν καρφῶν, εὐναῖαι καρφηραί, φωλεαὶ (πρβλ. [[καρφίτης]]), Εὐρ. Ἴων 172· ὁ Ἡσύχ. ἔχει: καρφυραὶ (ὡς οὐσιαστ.) καὶ ἑρμηνεύει: «νοσσιαί. θάμνοι», καὶ «[[καρφυραί]]· αἱ ἐκ ξηρῶν ξύλων γινόμεναι κοῖται. Εὐριπ. Ἴωνι».
|elnltext=καρφηρός -ή -όν [κάρφος] gemaakt van takjes.
}}
{{elru
|elrutext='''καρφηρός:''' [[сделанный из сухих соломинок]] (εὐναῖαι Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καρφηρός:''' -ά, -όν, αυτός που είναι φτιαγμένος από ξερά καλάμια, σε Ευρ.
|lsmtext='''καρφηρός:''' -ά, -όν, αυτός που είναι φτιαγμένος από ξερά καλάμια, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καρφηρός:''' [[сделанный из сухих соломинок]] (εὐναῖαι Eur.).
|lstext='''καρφηρός''': -ά, -όν, ([[κάρφος]]) ἐκ ξηρῶν καρφῶν, εὐναῖαι καρφηραί, φωλεαὶ (πρβλ. [[καρφίτης]]), Εὐρ. Ἴων 172· ὁ Ἡσύχ. ἔχει: καρφυραὶ (ὡς οὐσιαστ.) καὶ ἑρμηνεύει: «νοσσιαί. θάμνοι», καὶ «[[καρφυραί]]· αἱ ἐκ ξηρῶν ξύλων γινόμεναι κοῖται. Εὐριπ. Ἴωνι».
}}
{{elnl
|elnltext=καρφηρός -ή -όν [κάρφος] gemaakt van takjes.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καρφηρός]], ή, όν<br />of dry [[straw]], Eur. [from [[κάρφος]]
|mdlsjtxt=[[καρφηρός]], ή, όν<br />of dry [[straw]], Eur. [from [[κάρφος]]
}}
}}