καρποφάγος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit de fruits.<br />'''Étymologie:''' [[καρπός]], [[φαγεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit de fruits.<br />'''Étymologie:''' [[καρπός]], [[φαγεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καρποφάγος''': -ον, ἔχων ὡς τροφὴν τοὺς καρπούς, τρώγων καρπούς, ἀντίθετον πρὸς τὰς λέξεις [[ζῳοφάγος]], [[σαρκοφάγος]] καὶ [[παμφάγος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26, Πολιτικ. 1. 8, 5, κ. ἀλλ.
|elnltext=καρποφάγος -ον [καρπός, ἔφαγον] zich voedend met vruchten.
}}
{{elru
|elrutext='''καρποφάγος:''' (φᾰ) питающийся плодами (ζῷα Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καρποφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που ζει τρώγοντας καρπούς, σε Αριστ.
|lsmtext='''καρποφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που ζει τρώγοντας καρπούς, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καρποφάγος:''' (φᾰ) питающийся плодами (ζῷα Arst.).
|lstext='''καρποφάγος''': -ον, ἔχων ὡς τροφὴν τοὺς καρπούς, τρώγων καρπούς, ἀντίθετον πρὸς τὰς λέξεις [[ζῳοφάγος]], [[σαρκοφάγος]] καὶ [[παμφάγος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26, Πολιτικ. 1. 8, 5, κ. ἀλλ.
}}
{{elnl
|elnltext=καρποφάγος -ον [καρπός, ἔφαγον] zich voedend met vruchten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καρπο-[[φάγος]], ον [φᾰγεῖν]<br />[[living]] on [[fruit]], Arist.
|mdlsjtxt=καρπο-[[φάγος]], ον [φᾰγεῖν]<br />[[living]] on [[fruit]], Arist.
}}
}}