διατρώγω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>f.</i> διατρώξομαι, <i>ao.2</i> διέτραγον;<br />ronger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τρώγω]].
|btext=<i>f.</i> διατρώξομαι, <i>ao.2</i> διέτραγον;<br />ronger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τρώγω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διατρώγω''': μέλλ. -τρώξομαι· ἀόρ. -έτραγον· -διὰ τῶν ὀδόντων [[κατακόπτω]] ὁλόκληρον· ῥοκανίζω ἐντελῶς, τὸ [[δίκτυον]] Ἀριστοφ. Σφηξ. 164, 368· τὰς νευρὰς Ἀριστ. Ρητ. 2.24,6· καταμασῶ, Πλάτ. Κωμ. Φα. 1.10. 2) μετὰ γεν. πράγμ., [[τρώγω]] ἔκ τινος, Αἰλ. Π. Ἱστ. 1.10.
|elnltext=δια-τρώγω doorknagen:. μῦς... διατρωγόντες τὰς νευράς muizen die de pezen doorknaagden Aristot. Rh. 1401b16.
}}
{{elru
|elrutext='''διατρώγω:''' (fut. διατρώξομαι, aor. 2 διέτραγον) прогрызать, перегрызать, проедать (τὸ [[δίκτυον]] Arph.; τὰς [[νευράς]] Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διατρώγω:''' μέλ. <i>-τρώξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έτρᾰγον</i>· [[ροκανίζω]], [[κατατρώγω]], τὸ [[δίκτυον]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''διατρώγω:''' μέλ. <i>-τρώξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έτρᾰγον</i>· [[ροκανίζω]], [[κατατρώγω]], τὸ [[δίκτυον]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διατρώγω:''' (fut. διατρώξομαι, aor. 2 διέτραγον) прогрызать, перегрызать, проедать (τὸ [[δίκτυον]] Arph.; τὰς [[νευράς]] Arst.).
|lstext='''διατρώγω''': μέλλ. -τρώξομαι· ἀόρ. -έτραγον· -διὰ τῶν ὀδόντων [[κατακόπτω]] ὁλόκληρον· ῥοκανίζω ἐντελῶς, τὸ [[δίκτυον]] Ἀριστοφ. Σφηξ. 164, 368· τὰς νευρὰς Ἀριστ. Ρητ. 2.24,6· καταμασῶ, Πλάτ. Κωμ. Φα. 1.10. 2) μετὰ γεν. πράγμ., [[τρώγω]] ἔκ τινος, Αἰλ. Π. Ἱστ. 1.10.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-τρώγω doorknagen:. μῦς... διατρωγόντες τὰς νευράς muizen die de pezen doorknaagden Aristot. Rh. 1401b16.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -τρώξομαι aor2 -έτρᾰγον<br />to [[gnaw]] [[through]], τὸ [[δίκτυον]] Ar.
|mdlsjtxt=fut. -τρώξομαι aor2 -έτρᾰγον<br />to [[gnaw]] [[through]], τὸ [[δίκτυον]] Ar.
}}
}}