καταρρέζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>f.</i> καταρρέξω, <i>ao.</i> κατέρρεξα;<br />flatter de la main, caresser légèrement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥέζω]].
|btext=<i>f.</i> καταρρέξω, <i>ao.</i> κατέρρεξα;<br />flatter de la main, caresser légèrement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥέζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταρρέζω''': μέλλ. -ξω, [[φέρω]] τὴν χεῖρά μου ἐπί τινος πρὸς τὰ [[κάτω]] [[ἠρέμα]], ὡς ἐπὶ τοῦ κυνὸς [[ὅπως]] τὸν κάμω νὰ ἡσυχάσῃ· [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], [[καταπραΰνω]], [[θωπεύω]], «χαϊδεύω», ὡς τὸ Λατ. mulcere, πρβλ. καταψῶ, [[καταψήχω]], ἀκάνθας ἧκα καταρρέξειν ἐπικλίνοι τε πιέζων Ὀππ. Ἁλ. Δ. 611· χειρὶ δε μιν κατέρεξε (Ἐπικ. ἀντὶ κατέρρ-) Ἰλ. Α. 361., Ε 372, Ὀδ. Δ. 610, κτλ· [[ὡσαύτως]] [[καρρέζουσα]], (Ἐπικ. ἀντὶ καταρρ-) Ἰλ. Ε. 424· χειρὶ καταρρέξασα ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 687, Καλλίμ. εἰς Ἄρτεμ. 29·- ἐκ τούτου καὶ τὸ γαλλικὸν caresser.
|elnltext=κατα-ρρέζω, ep. ptc. praes. fem. καρρέζουσα; ep. aor. 3 sing. κατέρεξε, strelen.
}}
{{elru
|elrutext='''καταρρέζω:''' эп. [[καταρέζω]] (fut. καταρρέξω, aor. κατέρρεξα - эп. [[κατέρεξα]], эп. part. praes. f [[καρρέζουσα]]) гладить, ласкать (τινὰ χειρί Hom., Plut.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταρρέζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[χτυπώ]] [[ελαφρά]] με την [[παλάμη]], [[χτυπώ]] χαϊδευτικά, [[θωπεύω]], όπως το Λατ. mulcere, <i>χειρὶ δέ μιν κατέρεξε</i> (Επικ. αντί <i>κατερρ-</i>), σε Όμηρ.· επίσης [[καρρέζουσα]] (Επικ. αντί <i>καταρρ-</i>), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''καταρρέζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[χτυπώ]] [[ελαφρά]] με την [[παλάμη]], [[χτυπώ]] χαϊδευτικά, [[θωπεύω]], όπως το Λατ. mulcere, <i>χειρὶ δέ μιν κατέρεξε</i> (Επικ. αντί <i>κατερρ-</i>), σε Όμηρ.· επίσης [[καρρέζουσα]] (Επικ. αντί <i>καταρρ-</i>), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταρρέζω:''' эп. [[καταρέζω]] (fut. καταρρέξω, aor. κατέρρεξα - эп. [[κατέρεξα]], эп. part. praes. f [[καρρέζουσα]]) гладить, ласкать (τινὰ χειρί Hom., Plut.).
|lstext='''καταρρέζω''': μέλλ. -ξω, [[φέρω]] τὴν χεῖρά μου ἐπί τινος πρὸς τὰ [[κάτω]] [[ἠρέμα]], ὡς ἐπὶ τοῦ κυνὸς [[ὅπως]] τὸν κάμω νὰ ἡσυχάσῃ· [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], [[καταπραΰνω]], [[θωπεύω]], «χαϊδεύω», ὡς τὸ Λατ. mulcere, πρβλ. καταψῶ, [[καταψήχω]], ἀκάνθας ἧκα καταρρέξειν ἐπικλίνοι τε πιέζων Ὀππ. Ἁλ. Δ. 611· χειρὶ δε μιν κατέρεξε (Ἐπικ. ἀντὶ κατέρρ-) Ἰλ. Α. 361., Ε 372, Ὀδ. Δ. 610, κτλ· [[ὡσαύτως]] [[καρρέζουσα]], (Ἐπικ. ἀντὶ καταρρ-) Ἰλ. Ε. 424· χειρὶ καταρρέξασα ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 687, Καλλίμ. εἰς Ἄρτεμ. 29·- ἐκ τούτου καὶ τὸ γαλλικὸν caresser.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-ρρέζω, ep. ptc. praes. fem. καρρέζουσα; ep. aor. 3 sing. κατέρεξε, strelen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to pat with the [[hand]], to [[stroke]], [[caress]], like Lat. mulcere, χειρὶ δέ μιν κατέρεξε (epic for κατερρ-) Hom.; also [[καρρέζουσα]] (epic for καταρρ-) Il.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to pat with the [[hand]], to [[stroke]], [[caress]], like Lat. mulcere, χειρὶ δέ μιν κατέρεξε (epic for κατερρ-) Hom.; also [[καρρέζουσα]] (epic for καταρρ-) Il.
}}
}}