καταστολή: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />modestie, décence, bienséance ; <i>particul.</i> calme plein de dignité.<br />'''Étymologie:''' [[καταστέλλω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />modestie, décence, bienséance ; <i>particul.</i> calme plein de dignité.<br />'''Étymologie:''' [[καταστέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταστολή''': , ([[καταστέλλω]]), τὸ καταστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ [[κάτω]] ἢ ἐμποδίζειν καὶ καταπαύειν, [[κατάπαυσις]]. Διὸ ἀντιτίθενται καταστολὴ καὶ ταραχὴ Διόδ. 15. 94· κ. τῶν παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 137. 2) Τὸ καταβιβάζειν, ἀφίνειν ([[οἷον]] τὸ [[ἔνδυμα]]) πρὸς τὰ [[κάτω]], κ. τῆς περιβολῆς Πλουτ. Περικλ. 5, [[ὅπερ]] ἐνομίζετο ὡς [[σεμνότης]] καὶ [[εὐσχημοσύνη]]. Διὸ διακρίνεται ἡ καταστολὴ τῆς περιστολῆς, Ἱππ. π. Εὐσχημ. 23. 34., 24. 13 καὶ 42. 3) αὐτὴ ἡ περιβολὴ ἢ ἡ ἐνδυμασία· Ἡσύχ. καταστολὴ = περιβολὴ καὶ Σουΐδ. κ. = [[στολή]]· ἐν κ. κοσμίῳ Παύλ. Ἐπιστολ. Π. Τιμόθ. α΄, 2, 9· καὶ μεταφρ., κ. δόξης Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΞΑ´, 3)· [[οὕτως]] [[ἑρμηνευτέον]] καὶ τὸ σκοτεινὸν [[χωρίον]] ἐν Ἐπικτ. διατριβ. 2. 21, 11· ἔρχει μοι καταστολὰς ποιήσας ὡς [[σοφός]], λαβὼν τὸ [[σχῆμα]] καὶ τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ σοφοῦ. 4) ἐν γένει ἡ [[κοσμιότης]], [[σεμνότης]], [[σωφροσύνη]], τὸ ἀτάραχον τῆς ψυχῆς, διὸ Ἐπίκτ. Διατρ. 2. 10, 15, συνάπτει αἰδῶ καὶ κατ. ἡμερότητα,- [[κατακόσμησις]] ἤθους καὶ καταστολὴ Κλήμ. Ἀλ. 785· εὐσταθείᾳ ψυχῆς καὶ καταστολῇ σώματος Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθ. 28.
|elnltext=καταστολή -ῆς, ἡ [καταστέλλω] kleding: ἐν καταστολῇ κοσμίῳ in decente kleding NT 1 Tim. 2.9 schikking, ordening:. καταστολὴ περιβολῆς schikking van zijn kleding Plut. Per. 5.1.
}}
{{elru
|elrutext='''καταστολή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сдерживание]], [[унимание]] (sc. τῆς ταραχῆς Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[сдержанность]], [[скромность]]: κ. τῆς περιβολῆς Plut. скромность в одежде;<br /><b class="num">3)</b> [[одеяние]], [[одежда]] (ἐν καταστολῇ κοσμίῳ NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 25: Line 28:
|mltxt=η (AM [[καταστολή]]) [[καταστέλλω]]<br /><b>1.</b> [[περιορισμός]], [[περιστολή]], [[αναστολή]], [[συγκράτηση]], [[συμμάζεμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατάπνιξη]], [[κατάπαυση]], κατασίγαση, [[καθυπόταξη]], [[καταπράυνση]] (α. «[[καταστολή]] τών παθών» β. «[[καταστολή]] του κινήματος»)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ενταφιασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβολή]], [[ενδυμασία]], [[στολή]]<br /><b>2.</b> [[υποδούλωση]], [[υποταγή]]<br /><b>3.</b> [[κοσμιότητα]], [[σεμνότητα]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>4.</b> [[μετριοπάθεια]], [[εγκράτεια]], [[σωφροσύνη]]<br /><b>5.</b> [[ηρεμία]] ψυχής, [[αταραξία]]<br /><b>6.</b> (σχόλ. και πάπ.) το [[τέρμα]] μιας ενέργειας και [[ιδίως]] μιας σύνθετης δράσης, ειδ. η [[λύση]] της πλοκής δραματικού έργου.
|mltxt=η (AM [[καταστολή]]) [[καταστέλλω]]<br /><b>1.</b> [[περιορισμός]], [[περιστολή]], [[αναστολή]], [[συγκράτηση]], [[συμμάζεμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατάπνιξη]], [[κατάπαυση]], κατασίγαση, [[καθυπόταξη]], [[καταπράυνση]] (α. «[[καταστολή]] τών παθών» β. «[[καταστολή]] του κινήματος»)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ενταφιασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβολή]], [[ενδυμασία]], [[στολή]]<br /><b>2.</b> [[υποδούλωση]], [[υποταγή]]<br /><b>3.</b> [[κοσμιότητα]], [[σεμνότητα]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>4.</b> [[μετριοπάθεια]], [[εγκράτεια]], [[σωφροσύνη]]<br /><b>5.</b> [[ηρεμία]] ψυχής, [[αταραξία]]<br /><b>6.</b> (σχόλ. και πάπ.) το [[τέρμα]] μιας ενέργειας και [[ιδίως]] μιας σύνθετης δράσης, ειδ. η [[λύση]] της πλοκής δραματικού έργου.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταστολή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сдерживание]], [[унимание]] (sc. τῆς ταραχῆς Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[сдержанность]], [[скромность]]: κ. τῆς περιβολῆς Plut. скромность в одежде;<br /><b class="num">3)</b> [[одеяние]], [[одежда]] (ἐν καταστολῇ κοσμίῳ NT).
|lstext='''καταστολή''': , ([[καταστέλλω]]), τὸ καταστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ [[κάτω]] ἢ ἐμποδίζειν καὶ καταπαύειν, [[κατάπαυσις]]. Διὸ ἀντιτίθενται καταστολὴ καὶ ταραχὴ Διόδ. 15. 94· κ. τῶν παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 137. 2) Τὸ καταβιβάζειν, ἀφίνειν ([[οἷον]] τὸ [[ἔνδυμα]]) πρὸς τὰ [[κάτω]], κ. τῆς περιβολῆς Πλουτ. Περικλ. 5, [[ὅπερ]] ἐνομίζετο ὡς [[σεμνότης]] καὶ [[εὐσχημοσύνη]]. Διὸ διακρίνεται ἡ καταστολὴ τῆς περιστολῆς, Ἱππ. π. Εὐσχημ. 23. 34., 24. 13 καὶ 42. 3) αὐτὴ ἡ περιβολὴ ἢ ἡ ἐνδυμασία· Ἡσύχ. καταστολὴ = περιβολὴ καὶ Σουΐδ. κ. = [[στολή]]· ἐν κ. κοσμίῳ Παύλ. Ἐπιστολ. Π. Τιμόθ. α΄, 2, 9· καὶ μεταφρ., κ. δόξης Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΞΑ´, 3)· [[οὕτως]] [[ἑρμηνευτέον]] καὶ τὸ σκοτεινὸν [[χωρίον]] ἐν Ἐπικτ. διατριβ. 2. 21, 11· ἔρχει μοι καταστολὰς ποιήσας ὡς [[σοφός]], λαβὼν τὸ [[σχῆμα]] καὶ τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ σοφοῦ. 4) ἐν γένει ἡ [[κοσμιότης]], [[σεμνότης]], [[σωφροσύνη]], τὸ ἀτάραχον τῆς ψυχῆς, διὸ Ἐπίκτ. Διατρ. 2. 10, 15, συνάπτει αἰδῶ καὶ κατ. ἡμερότητα,- [[κατακόσμησις]] ἤθους καὶ καταστολὴ Κλήμ. Ἀλ. 785· εὐσταθείᾳ ψυχῆς καὶ καταστολῇ σώματος Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθ. 28.
}}
{{elnl
|elnltext=καταστολή -ῆς, ἡ [καταστέλλω] kleding: ἐν καταστολῇ κοσμίῳ in decente kleding NT 1 Tim. 2.9 schikking, ordening:. καταστολὴ περιβολῆς schikking van zijn kleding Plut. Per. 5.1.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':katastol» 卡他-士拖累<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':向下-安放<br />'''字義溯源''':存放,衣袍,衣服,衣裳,裝飾,服飾;源自([[καταστέλλω]])=平靖);由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[στέλλω]])*=阻止,指使)組成<br />'''出現次數''':總共(1);提前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 衣裳(1) 提前2:9
|sngr='''原文音譯''':katastol» 卡他-士拖累<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':向下-安放<br />'''字義溯源''':存放,衣袍,衣服,衣裳,裝飾,服飾;源自([[καταστέλλω]])=平靖);由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[στέλλω]])*=阻止,指使)組成<br />'''出現次數''':總共(1);提前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 衣裳(1) 提前2:9
}}
}}