κατακάμπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=courber, plier, infléchir ; <i>Pass.</i> se laisser fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κάμπτω]].
|btext=courber, plier, infléchir ; <i>Pass.</i> se laisser fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κάμπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατακάμπτω''': [[κάμπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[ὥστε]] να σχηματίσω [[κοίλωμα]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀντίθετον τῷ ἐξ ὀρθοῦ, Πλάτ. Τίμ. 71C· εἰς κύκλον [[αὐτόθι]] 36Β· κ. τὰς [[στροφάς]], ἴδε ἐν λ. στροφὴ Ι. 3. - Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνακάμπτομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. - βλαστοὶ κατακεκαμμένοι, ἀντίθ. ὀρθοί, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 8. ΙΙ. [[καλύπτω]] διὰ θόλου, ὑπόνομοι συνόμῳ λίθῳ κατακαμφθέντες Στράβ. 235. ΙΙΙ. μεταφ., κ. ἐλπίδας, [[κάμπτω]], [[καταστρέφω]], [[ἀνατρέπω]], [[ἐξαφανίζω]] ἐλπίδας, Εὐρ. Τρῳ. 1252 (κ. ἀλλ. κατέκναψε ἢ -γναψε). - Παθ., κάμπτομαι (διὰ δεήσεως), συγκινοῦμαι, Αἰσχίν. 26, 33.
|elnltext=κατα-κάμπτω ombuigen; overdr.: κατακάμπτειν τὰς στροφάς de strofen van een lied rond krijgen Aristoph. Th. 68.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακάμπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[выгибать]], [[сгибать]] (τι Plat.): κ. εἰς κύκλον Plat. сгибать в виде круга;<br /><b class="num">2)</b> перен. ворочать, ирон. сочинять (τὰς [[στροφάς]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> отворачивать в сторону, т. е. отбрасывать прочь (ἐλπίδας Eur.);<br /><b class="num">4)</b> [[склонять]], [[побуждать]] (κατακάμπτεσθαι πρὸς τὰς αἰσχύνας Aeschin.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατακάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] προς τα [[κάτω]], ώστε να [[σχηματίζω]] [[κοίλωμα]], σε Πλάτ.· μεταφ., <i>κ. ἐλπίδας</i>, τις [[καταστρέφω]], τις [[ανατρέπω]], τις [[εξαφανίζω]] τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, [[λυγίζω]] (μέσω ικεσίας), σε Αισχίν.
|lsmtext='''κατακάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] προς τα [[κάτω]], ώστε να [[σχηματίζω]] [[κοίλωμα]], σε Πλάτ.· μεταφ., <i>κ. ἐλπίδας</i>, τις [[καταστρέφω]], τις [[ανατρέπω]], τις [[εξαφανίζω]] τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, [[λυγίζω]] (μέσω ικεσίας), σε Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατακάμπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[выгибать]], [[сгибать]] (τι Plat.): κ. εἰς κύκλον Plat. сгибать в виде круга;<br /><b class="num">2)</b> перен. ворочать, ирон. сочинять (τὰς [[στροφάς]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> отворачивать в сторону, т. е. отбрасывать прочь (ἐλπίδας Eur.);<br /><b class="num">4)</b> [[склонять]], [[побуждать]] (κατακάμπτεσθαι πρὸς τὰς αἰσχύνας Aeschin.).
|lstext='''κατακάμπτω''': [[κάμπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[ὥστε]] να σχηματίσω [[κοίλωμα]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀντίθετον τῷ ἐξ ὀρθοῦ, Πλάτ. Τίμ. 71C· εἰς κύκλον [[αὐτόθι]] 36Β· κ. τὰς [[στροφάς]], ἴδε ἐν λ. στροφὴ Ι. 3. - Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνακάμπτομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. - βλαστοὶ κατακεκαμμένοι, ἀντίθ. ὀρθοί, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 8. ΙΙ. [[καλύπτω]] διὰ θόλου, ὑπόνομοι συνόμῳ λίθῳ κατακαμφθέντες Στράβ. 235. ΙΙΙ. μεταφ., κ. ἐλπίδας, [[κάμπτω]], [[καταστρέφω]], [[ἀνατρέπω]], [[ἐξαφανίζω]] ἐλπίδας, Εὐρ. Τρῳ. 1252 (κ. ἀλλ. κατέκναψε ἢ -γναψε). - Παθ., κάμπτομαι (διὰ δεήσεως), συγκινοῦμαι, Αἰσχίν. 26, 33.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κάμπτω ombuigen; overdr.: κατακάμπτειν τὰς στροφάς de strofen van een lied rond krijgen Aristoph. Th. 68.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[bend]] [[down]], so as to be [[concave]], Plat.:—metaph., μ. ἐλπίδας to [[bend]] [[down]], [[overthrow]] hopes, Eur.:—Pass. to be [[bent]] (by intreaty), Aeschin.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[bend]] [[down]], so as to be [[concave]], Plat.:—metaph., μ. ἐλπίδας to [[bend]] [[down]], [[overthrow]] hopes, Eur.:—Pass. to be [[bent]] (by intreaty), Aeschin.
}}
}}