καταστατικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ή, όν :<br />qui a la vertu d'arrêter, de calmer.<br />'''Étymologie:''' [[καθίστημι]].
|btext=ή, όν :<br />qui a la vertu d'arrêter, de calmer.<br />'''Étymologie:''' [[καθίστημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταστατικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς καταπράϋνσιν ἢ καθησύχασιν, κ. καὶ ἀναπαύουσαι ἔννοιαι Εὐστ. 1041. 20· τὸ κ., ἡ πρὸς καταπράϋνσιν [[δύναμις]], ἐπὶ τῶν ᾀσμάτων καὶ τῶν ῥυθμῶν τῶν Λακώνων, πολὺ τὸ [[κόσμιον]] ἐχόντων καὶ κ. ὧν ἀκροώμενοι κατεπραΰνοντο [[λεληθότως]] τὰ ἤθη Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. ΙΙ. ὡρισμένος, ὅρος καὶ καμπτὴρ κ. Εὐσ. Ἐγκ. Κωνστ. 6.
|elnltext=καταστατικός -ή -όν [καθίστημι] kalmerend.
}}
{{elru
|elrutext='''καταστᾰτικός:''' [[успокаивающий]], [[унимающий]], [[утоляющий]]: τὸ καταστατικόν Plut. успокаивающее действие.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''καταστᾰτικός:''' -ή, -ὸν ([[καθίστημι]]), [[κατάλληλος]] προς [[καταπράυνση]]· <i>τὸ κ</i>., [[ικανότητα]] προς [[καταπράυνση]], λέγεται για [[μουσική]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταστᾰτικός:''' -ή, -ὸν ([[καθίστημι]]), [[κατάλληλος]] προς [[καταπράυνση]]· <i>τὸ κ</i>., [[ικανότητα]] προς [[καταπράυνση]], λέγεται για [[μουσική]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταστᾰτικός:''' [[успокаивающий]], [[унимающий]], [[утоляющий]]: τὸ καταστατικόν Plut. успокаивающее действие.
|lstext='''καταστατικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς καταπράϋνσιν ἢ καθησύχασιν, κ. καὶ ἀναπαύουσαι ἔννοιαι Εὐστ. 1041. 20· τὸ κ., ἡ πρὸς καταπράϋνσιν [[δύναμις]], ἐπὶ τῶν ᾀσμάτων καὶ τῶν ῥυθμῶν τῶν Λακώνων, πολὺ τὸ [[κόσμιον]] ἐχόντων καὶ κ. ὧν ἀκροώμενοι κατεπραΰνοντο [[λεληθότως]] τὰ ἤθη Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. ΙΙ. ὡρισμένος, ὅρος καὶ καμπτὴρ κ. Εὐσ. Ἐγκ. Κωνστ. 6.
}}
{{elnl
|elnltext=καταστατικός -ή -όν [καθίστημι] kalmerend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καταστᾰτικός, ή, όν [[καθίστημι]]<br />fitted for calming: τὸ κ. a [[power]] to [[calm]], of [[music]], Plut.
|mdlsjtxt=καταστᾰτικός, ή, όν [[καθίστημι]]<br />fitted for calming: τὸ κ. a [[power]] to [[calm]], of [[music]], Plut.
}}
}}