καταχορδεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=arracher les entrailles ; éventrer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χορδή]].
|btext=arracher les entrailles ; éventrer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χορδή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταχορδεύω''': [[κατακόπτω]] τι ὡς τὸ [[κρέας]] πρὸς παρασκευὴν ἀλλᾶντος (πρβλ. [[χορδεύω]]), καταχ. τὴν γαστέρα Ἡρόδ. 6. 75· ὅλον ἑαυτὸν καταχορδεύων διέφθειρε Λογγῖνος 31. 2· κατ. τινὰ ἐν βασάνοις Θεμίστ. 261D·- [[ὡσαύτως]] καταχορδέω, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
|elnltext=κατα-χορδεύω tot worst maken.
}}
{{elru
|elrutext='''καταχορδεύω:''' [[разрезать]], [[вспарывать]] (τὴν γαστέρα Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''καταχορδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κατακόπτω]] [[κάτι]] όπως το [[κρέας]] που προετοιμάζεται για [[λουκάνικο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καταχορδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κατακόπτω]] [[κάτι]] όπως το [[κρέας]] που προετοιμάζεται για [[λουκάνικο]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταχορδεύω:''' [[разрезать]], [[вспарывать]] (τὴν γαστέρα Her.).
|lstext='''καταχορδεύω''': [[κατακόπτω]] τι ὡς τὸ [[κρέας]] πρὸς παρασκευὴν ἀλλᾶντος (πρβλ. [[χορδεύω]]), καταχ. τὴν γαστέρα Ἡρόδ. 6. 75· ὅλον ἑαυτὸν καταχορδεύων διέφθειρε Λογγῖνος 31. 2· κατ. τινὰ ἐν βασάνοις Θεμίστ. 261D·- [[ὡσαύτως]] καταχορδέω, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-χορδεύω tot worst maken.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[mince]] up as for a [[sausage]], Hdt.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[mince]] up as for a [[sausage]], Hdt.
}}
}}