κακηγορέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />dire du mal, décrier, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κακηγόρος]].
|btext=-ῶ :<br />dire du mal, décrier, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κακηγόρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰκηγορέω''': κακῶς ὁμιλῶ [[περί]] τινος, [[ὑβρίζω]], κακολογῶ, κατηγορῶ, τινα Πλάτ. Συμπ. 173D, Πολ. 395C· κακηγορεῖν τινα [[πρός]] τινα Ψευδο-Φωκυλ. 213· ἀπολ., ἀπεχόμενος... τοῦ κακηγορεῖν Πλάτ. Νόμ. 934Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 14. - Παθ., κατηγοροῦμαι, κακολογοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 368C.
|elnltext=κακηγορέω [κακηγόρος] belasteren, kwaadspreken (van), met gen.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκηγορέω:''' [[дурно говорить]], [[поносить]], [[злословить]], [[оскорблять]] (словом) (τινα Plat., Arst., Luc.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκηγορέω:''' [[κατηγορώ]], [[κακολογώ]], [[υβρίζω]], [[διαβάλλω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κᾰκηγορέω:''' [[κατηγορώ]], [[κακολογώ]], [[υβρίζω]], [[διαβάλλω]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκηγορέω:''' [[дурно говорить]], [[поносить]], [[злословить]], [[оскорблять]] (словом) (τινα Plat., Arst., Luc.).
|lstext='''κᾰκηγορέω''': κακῶς ὁμιλῶ [[περί]] τινος, [[ὑβρίζω]], κακολογῶ, κατηγορῶ, τινα Πλάτ. Συμπ. 173D, Πολ. 395C· κακηγορεῖν τινα [[πρός]] τινα Ψευδο-Φωκυλ. 213· ἀπολ., ἀπεχόμενος... τοῦ κακηγορεῖν Πλάτ. Νόμ. 934Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 14. - Παθ., κατηγοροῦμαι, κακολογοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 368C.
}}
{{elnl
|elnltext=κακηγορέω [κακηγόρος] belasteren, kwaadspreken (van), met gen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκηγορέω,<br />to [[speak]] ill of, [[abuse]], [[slander]], Plat. [from [[κακήγορος]]
|mdlsjtxt=κᾰκηγορέω,<br />to [[speak]] ill of, [[abuse]], [[slander]], Plat. [from [[κακήγορος]]
}}
}}