καταρρακόω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br />mettre en lambeaux, déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥακόω]].
|btext=-ῶ :<br />mettre en lambeaux, déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥακόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταρρᾰκόω''': [[κατακόπτω]], [[σχίζω]], εἰς ῥάκη, κατακουρελιάζω, μετοχ. παθ. Πρκμ. κατερρακωμένος, ὡς ῥάκη τὰς σάρκας ξεσχισμένας καὶ κρεμαμένας ἔχων, [[ἄναρθρος]] κ. Σοφ. Τρ. 1103.
|elnltext=κατα-ρρακόω [κατά, ῥακόω] verscheuren.
}}
{{elru
|elrutext='''καταρρακόω:''' [[разрывать в клочья]], [[растерзывать]] ([[ἄναρθρος]] καὶ κατερρακωμένος Soph.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταρρᾰκόω:''' [[σχίζω]] σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ. <i>κατερρακωμένος</i>, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ.
|lsmtext='''καταρρᾰκόω:''' [[σχίζω]] σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ. <i>κατερρακωμένος</i>, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταρρακόω:''' [[разрывать в клочья]], [[растерзывать]] ([[ἄναρθρος]] καὶ κατερρακωμένος Soph.).
|lstext='''καταρρᾰκόω''': [[κατακόπτω]], [[σχίζω]], εἰς ῥάκη, κατακουρελιάζω, μετοχ. παθ. Πρκμ. κατερρακωμένος, ὡς ῥάκη τὰς σάρκας ξεσχισμένας καὶ κρεμαμένας ἔχων, [[ἄναρθρος]] κ. Σοφ. Τρ. 1103.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-ρρακόω [κατά, ῥακόω] verscheuren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[tear]] [[into]] shreds: perf. [[pass]]. [[part]]. κατερρακωμένος in rags or [[tatters]], Soph.
|mdlsjtxt=<br />to [[tear]] [[into]] shreds: perf. [[pass]]. [[part]]. κατερρακωμένος in rags or [[tatters]], Soph.
}}
}}