κοπάζω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=être fatigué ; se relâcher, se reposer, se calmer, cesser.<br />'''Étymologie:''' [[κόπος]].
|btext=être fatigué ; se relâcher, se reposer, se calmer, cesser.<br />'''Étymologie:''' [[κόπος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοπάζω''': μέλλ. -άσω: πρκμ. κεκόπακα Ἡσύχ.· ― κοπιῶ, [[ἀποκάμνω]]· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, [[καταπίπτω]], ἐλαττοῦμαι, ἐκόπασε (δηλ. ὁ [[ἄνεμος]]) Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 32· [[οὕτως]] ἐπὶ πλημμύρας, Ἀριστ. Προβλ. 23. 34· ἐπὶ θερμότητος, Λόγγος 1. 8· ἐκόπασε τὸ πῦρ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 2)· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἀσθενοῦς, ἀναπαύομαι, Ἱππ. 1207D· καὶ ἐκόπασεν ὁ βασιλεὺς τοῦ θυμοῦ, ἐπέρασεν ὁ [[θυμός]] του, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Β΄, 1).
|elnltext=κοπάζω [κόπος] moe worden, verminderen:; αὐτος ἐθέλων ἐκόπασε hij (de storm) is vanzelf gaan liggen Hdt. 7.191.2; geneesk. van de polsslag.
}}
{{elru
|elrutext='''κοπάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. уставать, перен. утихать, униматься (ἐκόπασε ὁ [[ἄνεμος]] Her., NT);<br /><b class="num">2)</b> [[опускаться]], [[убывать]], [[падать]] ([[ὅταν]] [[λίμνη]] ἢ κοπάσῃ ἢ ξερὰ γένηται Arst.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κοπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, αποδυναμώνομαι, [[εξασθενώ]], εξαντλούμαι· λέγεται για τον άνεμο, ελαττώνομαι, [[κοπάζω]], [[καταλαγιάζω]], σε Ηρόδ., Κ.Δ.
|lsmtext='''κοπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, αποδυναμώνομαι, [[εξασθενώ]], εξαντλούμαι· λέγεται για τον άνεμο, ελαττώνομαι, [[κοπάζω]], [[καταλαγιάζω]], σε Ηρόδ., Κ.Δ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοπάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. уставать, перен. утихать, униматься (ἐκόπασε ὁ [[ἄνεμος]] Her., NT);<br /><b class="num">2)</b> [[опускаться]], [[убывать]], [[падать]] ([[ὅταν]] [[λίμνη]] ἢ κοπάσῃ ἢ ξερὰ γένηται Arst.).
|lstext='''κοπάζω''': μέλλ. -άσω: πρκμ. κεκόπακα Ἡσύχ.· ― κοπιῶ, [[ἀποκάμνω]]· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, [[καταπίπτω]], ἐλαττοῦμαι, ἐκόπασε (δηλ. ὁ [[ἄνεμος]]) Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 32· [[οὕτως]] ἐπὶ πλημμύρας, Ἀριστ. Προβλ. 23. 34· ἐπὶ θερμότητος, Λόγγος 1. 8· ἐκόπασε τὸ πῦρ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 2)· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἀσθενοῦς, ἀναπαύομαι, Ἱππ. 1207D· καὶ ἐκόπασεν ὁ βασιλεὺς τοῦ θυμοῦ, ἐπέρασεν ὁ [[θυμός]] του, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Β΄, 1).
}}
{{elnl
|elnltext=κοπάζω [κόπος] moe worden, verminderen:; αὐτος ἐθέλων ἐκόπασε hij (de storm) is vanzelf gaan liggen Hdt. 7.191.2; geneesk. van de polsslag.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj