κονιάω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />enduire de chaux, de plâtre.<br />'''Étymologie:''' [[κονία]].
|btext=-ῶ :<br />enduire de chaux, de plâtre.<br />'''Étymologie:''' [[κονία]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κονιάω''': ([[κονία]] ΙΙΙ) [[ἐπιχρίω]] δι’ ἀσβέστου, ἀσβεστώνω, «ἀσπρίζω», Λατ. dealbare, Δημ. 36. 16., 689. 24, κτλ. ― Μέσ., κ. τούς ἐγχελεῶνας, βάλλω νὰ ἀσβεστώσωσιν αὐτούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 34. ― Παθ., Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 16· τάφοι κεκονιαμένοι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 27. 2) [[καθόλου]], [[ἐπιχρίω]], ὡς π. χ. διὰ πίσσης, ἀγγεῖα κεκονιαμένα Διόδ. 19. 94. 3) μεταφορ., κ. τὸ [[πρόσωπον]], [[χρίω]], [[χρωματίζω]], καθιστῶ αὐτὸ ἀλλοῖον, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 22.
|elnltext=κονιάω [κονία] pleisteren, wit maken.
}}
{{elru
|elrutext='''κονιάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[покрывать известкой]], [[штукатурить]], [[белить]] (τὰς ἐπάλξεις Dem.; τὰς ἐπαύλεις Plut.; med. τοὺς ἐγχελεῶνας Arst.): τάφοι κεκονιαμένοι NT повапленные гробы;<br /><b class="num">2)</b> [[покрывать смолой]], [[осмаливать]] (ἀγγεῖα κεκονιαμένα Diod.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κονιάω:''' ([[κονία]] II), [[ασβεστώνω]], «[[ασπρίζω]]», Λατ. dealbare, σε Δημ.· ασπρίζομαι, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κονιάω:''' ([[κονία]] II), [[ασβεστώνω]], «[[ασπρίζω]]», Λατ. dealbare, σε Δημ.· ασπρίζομαι, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κονιάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[покрывать известкой]], [[штукатурить]], [[белить]] (τὰς ἐπάλξεις Dem.; τὰς ἐπαύλεις Plut.; med. τοὺς ἐγχελεῶνας Arst.): τάφοι κεκονιαμένοι NT повапленные гробы;<br /><b class="num">2)</b> [[покрывать смолой]], [[осмаливать]] (ἀγγεῖα κεκονιαμένα Diod.).
|lstext='''κονιάω''': ([[κονία]] ΙΙΙ) [[ἐπιχρίω]] δι’ ἀσβέστου, ἀσβεστώνω, «ἀσπρίζω», Λατ. dealbare, Δημ. 36. 16., 689. 24, κτλ. ― Μέσ., κ. τούς ἐγχελεῶνας, βάλλω νὰ ἀσβεστώσωσιν αὐτούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 34. ― Παθ., Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 16· τάφοι κεκονιαμένοι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 27. 2) [[καθόλου]], [[ἐπιχρίω]], ὡς π. χ. διὰ πίσσης, ἀγγεῖα κεκονιαμένα Διόδ. 19. 94. 3) μεταφορ., κ. τὸ [[πρόσωπον]], [[χρίω]], [[χρωματίζω]], καθιστῶ αὐτὸ ἀλλοῖον, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 22.
}}
{{elnl
|elnltext=κονιάω [κονία] pleisteren, wit maken.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj