κορυφή: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />sommet :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i>;<br /><b>1</b> sommet de la tête;<br /><b>2</b> sommet d'une montagne;<br /><b>3</b> sommet <i>en gén.</i> : κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν [[ἐς]] τὴν [[κάτω]] Μακεδονίαν THC descendre des hauteurs dans la basse Macédoine ; <i>en parl. du soleil</i> κατὰ κορυφήν au zénith;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> sommet, couronnement, achèvement.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κόρυς]] bien entendu ; cf. [[κόρυμβος]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />sommet :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i>;<br /><b>1</b> sommet de la tête;<br /><b>2</b> sommet d'une montagne;<br /><b>3</b> sommet <i>en gén.</i> : κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν [[ἐς]] τὴν [[κάτω]] Μακεδονίαν THC descendre des hauteurs dans la basse Macédoine ; <i>en parl. du soleil</i> κατὰ κορυφήν au zénith;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> sommet, couronnement, achèvement.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κόρυς]] bien entendu ; cf. [[κόρυμβος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κορῠφή''': ἡ, ([[κόρυς]]), ἡ [[κεφαλή]], τὸ ἀνώτατον [[μέρος]], ἡ [[ἄκρα]], [[ἐντεῦθεν]], 1) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἀνώτατον [[ἄκρον]], ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς ἵππου, Ἰλ. Θ. 83, Ξεν. Ἱππ. 1, 11· ἀνθρώπου, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπ. 309, Ἡρόδ. 4. 187, Πίνδ., Ἀττ.· ― κειμένη μεταξὺ τοῦ βρέγματος καὶ τοῦ ἰνίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 2· τὸ [[ὀστέον]] τῆς κ. Ἱππ. 897Ε· πρβλ. [[φαλακρότης]]. 2) παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ [[κορυφή]], τὸ ἀνώτατον [[σημεῖον]] ὄρους, οὔρεος ἐκ κορυφῆς Ἰλ. Β. 456· ὄρεος κορυφῇσι Γ. 10· κορυφὴ ἢ κορυφαὶ Οὐλύμποιο, Ὀλύμπου, Πηλίου, Ἴδης κ. 1. 499, κτλ.· ― οὕτω παρὰ Πινδ., Ἡροδ. καὶ Ἀττ. ἀστρογείτονας κ. Αἰσχύλ. Πρ. 722· πρβλ. κάρηνον 3) [[καθόλου]], πᾶσα κορυφὴ ἢ ὑψηλὸν [[μέρος]], κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν [[κάτω]] Μακεδονίαν, κατ’ εὐθεῖαν [[ὑπεράνω]] τῶν ὀρέων, (πρβλ. κατ’ ἄκρας), Θουκ. 2. 99· κατὰ κορμφὴν [[ἵσταται]] [[ἥλιος]], ἐν τῷ ζενίθ, Πλούτ. 2. 938Α· τὸ κατὰ κορυφὴν [[σημεῖον]], τὸ ζενίθ, ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 11· ταῖς τῶν λίθων κατὰ κ. ἐμβολαῖς, διὰ τῆς πτώσεως τῶν λίθων καθέτως, Πολύβ. 8. 9, 3. 4) [[κορυφή]], apex ἢ vertex, τριγώνου, Πολύβ. 2. 14, 8· ὡς ἐπὶ τοῦ Δέλτα, Πλάτ. Τίμ. 21Ε· τὸ [[σημεῖον]] εἰς ὃ συνέρχονται αἱ δύο πλευραὶ γωνίας, τὸ ἐπὶ τῶν κ. [[μέρος]] Πολύβ. 1. 26, 16, κτλ.· τὸ ἀνώτατον [[σημεῖον]] κώνου, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 12. 5) = [[κόκκυξ]] IV, Πολυβ. Β΄, 183· [[ὡσαύτως]], τὸ [[ἄκρον]] δακτύλου, [[αὐτόθι]] 146. ΙΙ. μεταφ., τὸ ὕψιστον [[σημεῖον]], ἡ [[κορωνίς]], λατ. summa, παντὸς ἔχει κορυφάν, [[εἶναι]] [[ἀνώτατος]], [[κάλλιστος]] πάντων, Πινδ. Π. 9. 136· λόγων κορυφαί, τὸ σύνολον τῶν λόγων ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7. 125· [[ἔρχομαι]] ἐπὶ τὴν κ. ὧν εἴρηκα Πλάτ. Κρατ. 415Α· ― ἀλλὰ κορυφὰ λόγων προτέρων ἡ [[οὐσία]], ἡ ἀληθὴς [[σημασία]] τῶν παλαιῶν μύθων, Πινδ. Π. 5. 142· οὕτω, κορυφαὶ μύθων παρ’ Ἐμπεδ. 230· ― τὴν κ. ἐπιτιθέναι, τὴν κορωνίδα ἐπιτιθέναι εἴς τι, Πλούτ. 2. 975Α· πρβλ. [[κολοφών]]· ― κ. κακοῦ, πάθεος, ἡ [[κρίσιμος]] [[κατάστασις]] [[αὐτοῦ]]..., Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, κτλ. 2) τὸ ἔξοχον μεταξὺ πολλῶν, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον πάντων, κορυφαὶ [[πόλεων]] Πινδ. Ν. 1. 22· κ. ἀρετᾶν [[αὐτόθι]] 51, πρβλ. ἐν Ο. 1. 21· κ. ἀέθλων, ἐπὶ τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 25, πρβλ. ἐν Ν. 9. 19· φιάλαν… πάγχρυσον κ. κτεάνων ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7.7. 3) ὑψίστη [[δύναμις]], [[ἐξουσία]], κορυφᾷ Διὸς κρανθῆναι Αἰσχύλ. Ἱκ. 91.
|elnltext=κορυφή -ῆς, ἡ, Dor. κορυφά [~ κόρυμβος] Ion. dat. plur. - ῇσι kruin, hoofd (van mens of dier); overdr.: hoofdknik:. κορυφᾷ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾶγμα als door de hoofdknik van Zeus de zaak bekrachtigd wordt Aeschl. Suppl. 92. bovenste deel, bergtop:; ὅπως κατὰ κορυφὴν ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν om via het gebergte de Macedonische vlakte binnen te dringen Thuc. 2.99.1; zenit:; τοῦ κατὰ κορυφὴν ἱσταμένου σημείου van het gesternte dat in het zenit staat Plut. Mar. 11.9; math. top (van driehoek). overdr. toppunt:; ἀέθλων κ. de koningin der spelen Pind. O. 2.14; hoofdzaak:. τὴν κορυφὴν... τῶν εἰρημένων de kern van het betoog Plat. Crat. 415a.
}}
{{elru
|elrutext='''κορῠφή:''' дор. [[κορυφά|κορῠφά]] (ᾱ) ἡ (эп.-ион. dat. pl. κορυφῆσι)<br /><b class="num">1)</b> [[верхняя часть головы]], [[макушка]] (Hom., Her.; [[μέσον]] ἰνίου καὶ βρέγματος κ., sc. ἐστίν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[вершина]], [[верхушка]] (οὔρεος, Ἴδης Hom.; Καυκάσου Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[высшая точка]]: τὸ κατὰ κορυφὴν [[σημεῖον]] Plut. [[зенит]];<br /><b class="num">4)</b> мат. [[вершина]] (τοῦ κώνου Arst.);<br /><b class="num">5)</b> перен. [[верх]], [[совершенство]] (κορυφαὶ [[πολίων]] Pind.): παντὸς ἔχειν κορυφάν Pind. [[быть]] [[лучшим]] [[из]] всех; κ. ἀέθλων Pind. [[важнейшие из состязаний]] . е. [[Олимпийские]]);<br /><b class="num">6)</b> [[основной]] [[смысл]], [[сущность]], [[суть]] (λόγων προτέρων Pind. - ср. 8): [[ἔρχομαι]] ἐπὶ τὴν κορυφὴν ὧν [[εἴρηκα]] Plat. перехожу к сути того, что я сказал;<br /><b class="num">7)</b> [[высшая власть]] ([[Διός]] Aesch.);<br /><b class="num">8)</b> [[завершение]], [[итог]] (λόγων κορυφαί Pind. - ср. 6): τὴν κορυφὴν ἐπιτιθέναι Plut. [[завершать]], [[заканчивать]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κορῠφή:''' ἡ ([[κόρυς]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κεφάλι]], [[κορυφή]], ανώτατο [[σημείο]], απ' όπου·<br /><b class="num">1.</b> η [[κορυφή]] ή το πάνω [[μέρος]] του κεφαλιού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> η [[κορυφή]], το υψηλότερο [[σημείο]] του βουνού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., το ύψιστο [[σημείο]], Λατ. [[summa]], παντὸς [[ἔχει]] κορυφάν, είναι το καλύτερο απ' όλα, σε Πίνδ.· <i>κορυφὰ λόγων προτέρων</i>, η [[ουσία]], η αληθινή [[σημασία]] των παλιών μύθων, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> το ύψος ή η [[εξοχότητα]] κάποιου πράγματος, δηλ. το εκλεκτότερο, ευγενέστερο, άριστο, στον ίδ.
|lsmtext='''κορῠφή:''' ἡ ([[κόρυς]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κεφάλι]], [[κορυφή]], ανώτατο [[σημείο]], απ' όπου·<br /><b class="num">1.</b> η [[κορυφή]] ή το πάνω [[μέρος]] του κεφαλιού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> η [[κορυφή]], το υψηλότερο [[σημείο]] του βουνού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., το ύψιστο [[σημείο]], Λατ. [[summa]], παντὸς [[ἔχει]] κορυφάν, είναι το καλύτερο απ' όλα, σε Πίνδ.· <i>κορυφὰ λόγων προτέρων</i>, η [[ουσία]], η αληθινή [[σημασία]] των παλιών μύθων, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> το ύψος ή η [[εξοχότητα]] κάποιου πράγματος, δηλ. το εκλεκτότερο, ευγενέστερο, άριστο, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κορῠφή:''' дор. [[κορυφά|κορῠφά]] (ᾱ) ἡ (эп.-ион. dat. pl. κορυφῆσι)<br /><b class="num">1)</b> [[верхняя часть головы]], [[макушка]] (Hom., Her.; [[μέσον]] ἰνίου καὶ βρέγματος κ., sc. ἐστίν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[вершина]], [[верхушка]] (οὔρεος, Ἴδης Hom.; Καυκάσου Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[высшая точка]]: τὸ κατὰ κορυφὴν [[σημεῖον]] Plut. [[зенит]];<br /><b class="num">4)</b> мат. [[вершина]] (τοῦ κώνου Arst.);<br /><b class="num">5)</b> перен. [[верх]], [[совершенство]] (κορυφαὶ [[πολίων]] Pind.): παντὸς ἔχειν κορυφάν Pind. [[быть]] [[лучшим]] [[из]] всех; κ. ἀέθλων Pind. [[важнейшие из состязаний]] . е. [[Олимпийские]]);<br /><b class="num">6)</b> [[основной]] [[смысл]], [[сущность]], [[суть]] (λόγων προτέρων Pind. - ср. 8): [[ἔρχομαι]] ἐπὶ τὴν κορυφὴν ὧν [[εἴρηκα]] Plat. перехожу к сути того, что я сказал;<br /><b class="num">7)</b> [[высшая власть]] ([[Διός]] Aesch.);<br /><b class="num">8)</b> [[завершение]], [[итог]] (λόγων κορυφαί Pind. - ср. 6): τὴν κορυφὴν ἐπιτιθέναι Plut. [[завершать]], [[заканчивать]].
|lstext='''κορῠφή''': ἡ, ([[κόρυς]]), ἡ [[κεφαλή]], τὸ ἀνώτατον [[μέρος]], ἡ [[ἄκρα]], [[ἐντεῦθεν]], 1) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἀνώτατον [[ἄκρον]], ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς ἵππου, Ἰλ. Θ. 83, Ξεν. Ἱππ. 1, 11· ἀνθρώπου, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπ. 309, Ἡρόδ. 4. 187, Πίνδ., Ἀττ.· ― κειμένη μεταξὺ τοῦ βρέγματος καὶ τοῦ ἰνίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 2· τὸ [[ὀστέον]] τῆς κ. Ἱππ. 897Ε· πρβλ. [[φαλακρότης]]. 2) παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ [[κορυφή]], τὸ ἀνώτατον [[σημεῖον]] ὄρους, οὔρεος ἐκ κορυφῆς Ἰλ. Β. 456· ὄρεος κορυφῇσι Γ. 10· κορυφὴ ἢ κορυφαὶ Οὐλύμποιο, Ὀλύμπου, Πηλίου, Ἴδης κ. 1. 499, κτλ.· ― οὕτω παρὰ Πινδ., Ἡροδ. καὶ Ἀττ. ἀστρογείτονας κ. Αἰσχύλ. Πρ. 722· πρβλ. κάρηνον 3) [[καθόλου]], πᾶσα κορυφὴ ἢ ὑψηλὸν [[μέρος]], κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν [[κάτω]] Μακεδονίαν, κατ’ εὐθεῖαν [[ὑπεράνω]] τῶν ὀρέων, (πρβλ. κατ’ ἄκρας), Θουκ. 2. 99· κατὰ κορμφὴν [[ἵσταται]] [[ἥλιος]], ἐν τῷ ζενίθ, Πλούτ. 2. 938Α· τὸ κατὰ κορυφὴν [[σημεῖον]], τὸ ζενίθ, ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 11· ταῖς τῶν λίθων κατὰ κ. ἐμβολαῖς, διὰ τῆς πτώσεως τῶν λίθων καθέτως, Πολύβ. 8. 9, 3. 4) [[κορυφή]], apex ἢ vertex, τριγώνου, Πολύβ. 2. 14, 8· ὡς ἐπὶ τοῦ Δέλτα, Πλάτ. Τίμ. 21Ε· τὸ [[σημεῖον]] εἰς ὃ συνέρχονται αἱ δύο πλευραὶ γωνίας, τὸ ἐπὶ τῶν κ. [[μέρος]] Πολύβ. 1. 26, 16, κτλ.· τὸ ἀνώτατον [[σημεῖον]] κώνου, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 12. 5) = [[κόκκυξ]] IV, Πολυβ. Β΄, 183· [[ὡσαύτως]], τὸ [[ἄκρον]] δακτύλου, [[αὐτόθι]] 146. ΙΙ. μεταφ., τὸ ὕψιστον [[σημεῖον]], ἡ [[κορωνίς]], λατ. summa, παντὸς ἔχει κορυφάν, [[εἶναι]] [[ἀνώτατος]], [[κάλλιστος]] πάντων, Πινδ. Π. 9. 136· λόγων κορυφαί, τὸ σύνολον τῶν λόγων ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7. 125· [[ἔρχομαι]] ἐπὶ τὴν κ. ὧν εἴρηκα Πλάτ. Κρατ. 415Α· ― ἀλλὰ κορυφὰ λόγων προτέρων ἡ [[οὐσία]], ἡ ἀληθὴς [[σημασία]] τῶν παλαιῶν μύθων, Πινδ. Π. 5. 142· οὕτω, κορυφαὶ μύθων παρ’ Ἐμπεδ. 230· ― τὴν κ. ἐπιτιθέναι, τὴν κορωνίδα ἐπιτιθέναι εἴς τι, Πλούτ. 2. 975Α· πρβλ. [[κολοφών]]· ― κ. κακοῦ, πάθεος, ἡ [[κρίσιμος]] [[κατάστασις]] [[αὐτοῦ]]..., Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, κτλ. 2) τὸ ἔξοχον μεταξὺ πολλῶν, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον πάντων, κορυφαὶ [[πόλεων]] Πινδ. Ν. 1. 22· κ. ἀρετᾶν [[αὐτόθι]] 51, πρβλ. ἐν Ο. 1. 21· κ. ἀέθλων, ἐπὶ τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 25, πρβλ. ἐν Ν. 9. 19· φιάλαν… πάγχρυσον κ. κτεάνων ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7.7. 3) ὑψίστη [[δύναμις]], [[ἐξουσία]], κορυφᾷ Διὸς κρανθῆναι Αἰσχύλ. Ἱκ. 91.
}}
{{elnl
|elnltext=κορυφή -ῆς, , Dor. κορυφά [~ κόρυμβος] Ion. dat. plur. - ῇσι kruin, hoofd (van mens of dier); overdr.: hoofdknik:. κορυφᾷ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾶγμα als door de hoofdknik van Zeus de zaak bekrachtigd wordt Aeschl. Suppl. 92. bovenste deel, bergtop:; ὅπως κατὰ κορυφὴν ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν om via het gebergte de Macedonische vlakte binnen te dringen Thuc. 2.99.1; zenit:; τοῦ κατὰ κορυφὴν ἱσταμένου σημείου van het gesternte dat in het zenit staat Plut. Mar. 11.9; math. top (van driehoek). overdr. toppunt:; ἀέθλων κ. de koningin der spelen Pind. O. 2.14; hoofdzaak:. τὴν κορυφὴν... τῶν εἰρημένων de kern van het betoog Plat. Crat. 415a.
}}
}}
{{etym
{{etym