κονίσαλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />nuage de poussière.<br />'''Étymologie:''' [[κόνις]], [[σαλεύω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />nuage de poussière.<br />'''Étymologie:''' [[κόνις]], [[σαλεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κονίσᾰλος''': ῑ, ἐν μεταγ. Ἀντιγράφ., [[ἐνίοτε]] [[ἡμαρτημένως]], κονίσσαλος, ὁ· ([[κόνις]])· ― [[νέφος]] κονιορτοῦ, ὣς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ [[κονίσαλος]] ὤρνυτ’ ἀελλὴς Ἰλ. Γ. 13· λευκοὶ ὕπερθ’ ἐγένοντο κονισάλῳ Ε. 503, πρβλ. Χ. 401. ΙΙ. ἡ μεμιγμένη [[κόνις]] μετὰ τοῦ ἐλαίου καὶ τοῦ ἱδρῶτος τῶν παλαιστῶν, Γαλην. 13. 286. ΙΙΙ. [[δαίμων]] τις τῆς αὐτῆς καὶ ὁ [[Πρίαπος]] τάξεως, Ἀριστοφ. Λυσ. 981 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 13, πρβλ. Στράβ. 588· ― [[ὡσαύτως]] [[εἶδος]] χοροῦ ἀσέμνου, «[[σκίρτησις]] σατυρικὴ ἡ τῶν ἐντεταμένων τὰ αἰδοῖα» Ἡσύχ.
|elnltext=κονίσαλος -ου, ὁ [κόνις, ~ σαλεύω] stofwolk. Konisalos (godheid, vergelijkbaar met Priapus).
}}
{{elru
|elrutext='''κονίσᾰλος:''' () ὁ песок, песчаный столб, туча пыли (τῶν ὑπὸ ποσσὶ κ. [[ὤρνυτο]] Hom.): λευκοὶ ὕπερθ᾽ ἐγένοντο κονισάλῳ Hom. (ахейцы) сверху стали белые от пыли.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κονίσᾰλος:''' [ῑ] ([[κόνις]]), [[σύννεφο]] σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κονίσᾰλος:''' [ῑ] ([[κόνις]]), [[σύννεφο]] σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κονίσᾰλος:''' () ὁ песок, песчаный столб, туча пыли (τῶν ὑπὸ ποσσὶ κ. [[ὤρνυτο]] Hom.): λευκοὶ ὕπερθ᾽ ἐγένοντο κονισάλῳ Hom. (ахейцы) сверху стали белые от пыли.
|lstext='''κονίσᾰλος''': ῑ, ἐν μεταγ. Ἀντιγράφ., [[ἐνίοτε]] [[ἡμαρτημένως]], κονίσσαλος, ὁ· ([[κόνις]])· ― [[νέφος]] κονιορτοῦ, ὣς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ [[κονίσαλος]] ὤρνυτ’ ἀελλὴς Ἰλ. Γ. 13· λευκοὶ ὕπερθ’ ἐγένοντο κονισάλῳ Ε. 503, πρβλ. Χ. 401. ΙΙ. ἡ μεμιγμένη [[κόνις]] μετὰ τοῦ ἐλαίου καὶ τοῦ ἱδρῶτος τῶν παλαιστῶν, Γαλην. 13. 286. ΙΙΙ. [[δαίμων]] τις τῆς αὐτῆς καὶ ὁ [[Πρίαπος]] τάξεως, Ἀριστοφ. Λυσ. 981 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.), Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 13, πρβλ. Στράβ. 588· ― [[ὡσαύτως]] [[εἶδος]] χοροῦ ἀσέμνου, «[[σκίρτησις]] σατυρικὴ ἡ τῶν ἐντεταμένων τὰ αἰδοῖα» Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=κονίσαλος -ου, ὁ [κόνις, ~ σαλεύω] stofwolk. Konisalos (godheid, vergelijkbaar met Priapus).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κόνις]]<br />a [[cloud]] of [[dust]], Il.
|mdlsjtxt=[[κόνις]]<br />a [[cloud]] of [[dust]], Il.
}}
}}