κρέκω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=frapper en cadence un instrument (avec l'archet).<br />'''Étymologie:''' R. Κρεκ, faire du bruit.
|btext=frapper en cadence un instrument (avec l'archet).<br />'''Étymologie:''' R. Κρεκ, faire du bruit.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρέκω''': μέλλ. -ξω, [[ῥῆμα]] ὀνοματοπ., [[κυρίως]] ἐκδηλοῦν τὸν ἦχον χορδῆς κρουομένης· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[κρεγμός]], [[κερκίς]], [[κρέξ]]: 1) κτυπῶ τὸ [[ὕφασμα]] διὰ τῆς κερκίδος, [[κρούω]] αὐτό, [[καθόλου]], [[ὑφαίνω]], γλυκεῖα μᾶτερ, [[οὔτι]] [[δύναμαι]] κρέκειν τὸν ἱστὸν Σαπφὼ 91· πέπλους Εὐρ. Ἠλ. 542. 2) πλήττω, [[κρούω]] ἐγχόρδου ὀργάνου τὰς χορδὰς διὰ τοῦ πλήκτρου, Διον. Ἁλ. 7. 72· ἐν κιθάρᾳ νόμον ἔκρεκον Ἀνθ. Π. 9. 584· ― ἀκολούθως, [[παίζω]] οἱονδήποτε [[ὄργανον]], αὐλὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 682· σπανιώτερον μετὰ δοτ., κρέκειν δόνακι Ἀνθ. Πλαν. 231, πρβλ. Tibull. 1. 1, 4· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., πηκτίδων ψαλμοῖς ὕμνον κρ. Τελέστ. 6· ἡ [[κιθάρα]] κρ. τὸν κύριον Κλήμ. Ἀλ. 5. 3) ἐπὶ πάσης ὀξεῖας βοῆς ἢ ἤχου, βοὴν πτεροῖς κρ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 772, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 192· κρέξασα [[κίσσα]] [[αὐτόθι]] 191.
|elnltext=κρέκω, Aeol. inf. κρέκην weven:. κρέκην τὸν ἴστον een kleed weven Sapph. 102.1. tokkelen, uitbr. geluid maken, laten klinken.
}}
{{elru
|elrutext='''κρέκω:'''<br /><b class="num">1)</b> прибивать челноком, т. е. ткать ([[ἱστόν]] [[Sappho]]; πέπλους Eur.);<br /><b class="num">2)</b> (о звуке), [[издавать]] (βοὴν πτεροῖς Arph.);<br /><b class="num">3)</b> [[выбивать плектром]], [[наигрывать]] (νόμον ἐν κιθάρᾳ Anth.): κ. αὐλόν Arph. играть на свирели.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κρέκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔκρεξα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[χτυπώ]] το ύφασμα με την <i>[[κερκίδα]]</i>, [[υφαίνω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[χτυπώ]] την [[λύρα]] με το [[πλήκτρο]], σε Ανθ.· γενικά, [[παίζω]] κάποιο όργανο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[κάθε]] διαπεραστικό ήχο, <i>βοὴν πτεροῖς κρ</i>., στον ίδ.
|lsmtext='''κρέκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔκρεξα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[χτυπώ]] το ύφασμα με την <i>[[κερκίδα]]</i>, [[υφαίνω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[χτυπώ]] την [[λύρα]] με το [[πλήκτρο]], σε Ανθ.· γενικά, [[παίζω]] κάποιο όργανο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[κάθε]] διαπεραστικό ήχο, <i>βοὴν πτεροῖς κρ</i>., στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρέκω:'''<br /><b class="num">1)</b> прибивать челноком, т. е. ткать ([[ἱστόν]] [[Sappho]]; πέπλους Eur.);<br /><b class="num">2)</b> (о звуке), [[издавать]] (βοὴν πτεροῖς Arph.);<br /><b class="num">3)</b> [[выбивать плектром]], [[наигрывать]] (νόμον ἐν κιθάρᾳ Anth.): κ. αὐλόν Arph. играть на свирели.
|lstext='''κρέκω''': μέλλ. -ξω, [[ῥῆμα]] ὀνοματοπ., [[κυρίως]] ἐκδηλοῦν τὸν ἦχον χορδῆς κρουομένης· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[κρεγμός]], [[κερκίς]], [[κρέξ]]: 1) κτυπῶ τὸ [[ὕφασμα]] διὰ τῆς κερκίδος, [[κρούω]] αὐτό, [[καθόλου]], [[ὑφαίνω]], γλυκεῖα μᾶτερ, [[οὔτι]] [[δύναμαι]] κρέκειν τὸν ἱστὸν Σαπφὼ 91· πέπλους Εὐρ. Ἠλ. 542. 2) πλήττω, [[κρούω]] ἐγχόρδου ὀργάνου τὰς χορδὰς διὰ τοῦ πλήκτρου, Διον. Ἁλ. 7. 72· ἐν κιθάρᾳ νόμον ἔκρεκον Ἀνθ. Π. 9. 584· ― ἀκολούθως, [[παίζω]] οἱονδήποτε [[ὄργανον]], αὐλὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 682· σπανιώτερον μετὰ δοτ., κρέκειν δόνακι Ἀνθ. Πλαν. 231, πρβλ. Tibull. 1. 1, 4· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., πηκτίδων ψαλμοῖς ὕμνον κρ. Τελέστ. 6· ἡ [[κιθάρα]] κρ. τὸν κύριον Κλήμ. Ἀλ. 5. 3) ἐπὶ πάσης ὀξεῖας βοῆς ἢ ἤχου, βοὴν πτεροῖς κρ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 772, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 192· κρέξασα [[κίσσα]] [[αὐτόθι]] 191.
}}
{{elnl
|elnltext=κρέκω, Aeol. inf. κρέκην weven:. κρέκην τὸν ἴστον een kleed weven Sapph. 102.1. tokkelen, uitbr. geluid maken, laten klinken.
}}
}}
{{etym
{{etym