κῶας: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>pl.</i> [[κώεα]] (τό) :<br />toison, peau de brebis servant de couche, de tapis <i>ou</i> de couverture ; τὸ χρύσειον [[κῶας]] <i>ou abs.</i> la toison d'or.<br />'''Étymologie:''' R. Κι, cf. [[κεῖμαι]], [[κοίτη]].
|btext=<i>pl.</i> [[κώεα]] (τό) :<br />toison, peau de brebis servant de couche, de tapis <i>ou</i> de couverture ; τὸ χρύσειον [[κῶας]] <i>ou abs.</i> la toison d'or.<br />'''Étymologie:''' R. Κι, cf. [[κεῖμαι]], [[κοίτη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῶας''': τό, παρ’ Ὁμ. καὶ καθ’ ἑνικ. καὶ κατ’ ἀνώμαλ. πληθ. [[κώεα]], δοτ. κώεσι· μεταγεν. συνῃρ. κῶς (ὃ ἴδε)· -[[κώεα]], προβάτων δέρματα, στόρεσαν [[λέχος]]... κώεά τε ῥῆγός τε Ἰλ. Ι. 661 (657), πρβλ. Ὀδ. Ψ. 180· ἀδέψητον βοέην στόρεσ’, αὐτὰρ [[ὕπερθεν]] [[κώεα]] πόλλ’ ὀΐων Υ. 3, πρβλ. 142· χεῦεν ὕπο χλωρὰς ῥῶπας καὶ [[κῶας]] [[ὕπερθεν]] Π. 47· [[φέρε]] δὴ δίφρον καὶ [[κῶας]] ἐπ’ [[αὐτοῦ]] Τ. 97· ἵδρυσεν παρὰ δαιτί, κώεσιν ἐν μαλακοῖσι Γ. 38, πρβλ. Ρ. 32· ― μεθ’ Ὅμηρ., ἐπὶ τοῦ χρυσομάλλου δέρατος [[ὅπερ]] ὁ Ἰάσων ἐκόμισεν ἐκ τῆς Κολχίδος, κ. αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ Πινδ. Π. 4. 411· ἔπλεον ἐπὶ τὸ κ. ἐς Αἶαν Ἡρόδ. 7. 193· μέγα κ. Μίμνερμ. 11· τὸ χρύσειον κ. Θεόκρ. 13. 16. ― Πρβλ. [[κώδιον]]. (Ἴσως συγγενὲς τῷ [[κεῖμαι]], [[κοιμάω]]· ἴδε Κούρτ. 45.)
|elnltext=κῶας, τό, nom. plur. κῶεα, dat. plur. κώεσι, (schapen)vacht:. τὸ χρύσειον κῶας het Gulden Vlies Theocr. Id. 13.16.
}}
{{elru
|elrutext='''κῶας:''' τό (тж. κ. [[ὄϊος]] Hom.) (pl. [[κώεα]], dat. pl. κώεσι) овечья шкура, овчина Hom. etc.: τὸ χρύσειον κ. Pind., Theocr. и τὸ κ. Her. золотое руно.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κῶας:''' τό, ανώμ. πληθ. [[κώεα]], δοτ. <i>κώεσι</i>, [[δέρμα]] προβάτου που χρησιμοποιούνταν ως [[στρωσίδι]] κρεβατιού, σε Όμηρ., Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''κῶας:''' τό, ανώμ. πληθ. [[κώεα]], δοτ. <i>κώεσι</i>, [[δέρμα]] προβάτου που χρησιμοποιούνταν ως [[στρωσίδι]] κρεβατιού, σε Όμηρ., Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῶας:''' τό (тж. κ. [[ὄϊος]] Hom.) (pl. [[κώεα]], dat. pl. κώεσι) овечья шкура, овчина Hom. etc.: τὸ χρύσειον κ. Pind., Theocr. и τὸ κ. Her. золотое руно.
|lstext='''κῶας''': τό, παρ’ Ὁμ. καὶ καθ’ ἑνικ. καὶ κατ’ ἀνώμαλ. πληθ. [[κώεα]], δοτ. κώεσι· μεταγεν. συνῃρ. κῶς (ὃ ἴδε)· -[[κώεα]], προβάτων δέρματα, στόρεσαν [[λέχος]]... κώεά τε ῥῆγός τε Ἰλ. Ι. 661 (657), πρβλ. Ὀδ. Ψ. 180· ἀδέψητον βοέην στόρεσ’, αὐτὰρ [[ὕπερθεν]] [[κώεα]] πόλλ’ ὀΐων Υ. 3, πρβλ. 142· χεῦεν ὕπο χλωρὰς ῥῶπας καὶ [[κῶας]] [[ὕπερθεν]] Π. 47· [[φέρε]] δὴ δίφρον καὶ [[κῶας]] ἐπ’ [[αὐτοῦ]] Τ. 97· ἵδρυσεν παρὰ δαιτί, κώεσιν ἐν μαλακοῖσι Γ. 38, πρβλ. Ρ. 32· ― μεθ’ Ὅμηρ., ἐπὶ τοῦ χρυσομάλλου δέρατος [[ὅπερ]] ὁ Ἰάσων ἐκόμισεν ἐκ τῆς Κολχίδος, κ. αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ Πινδ. Π. 4. 411· ἔπλεον ἐπὶ τὸ κ. ἐς Αἶαν Ἡρόδ. 7. 193· μέγα κ. Μίμνερμ. 11· τὸ χρύσειον κ. Θεόκρ. 13. 16. ― Πρβλ. [[κώδιον]]. (Ἴσως συγγενὲς τῷ [[κεῖμαι]], [[κοιμάω]]· ἴδε Κούρτ. 45.)
}}
{{elnl
|elnltext=κῶας, τό, nom. plur. κῶεα, dat. plur. κώεσι, (schapen)vacht:. τὸ χρύσειον κῶας het Gulden Vlies Theocr. Id. 13.16.
}}
}}
{{etym
{{etym