κωφός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>A.</b> <i>litt.</i> émoussé : [[βέλος]] κωφόν IL trait émoussé, sans force ; [[γαῖα]] κωφή IL la terre insensible;<br /><b>B.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>I.</b> silencieux, qui résonne sourdement : κύματι κωφῷ IL vague silencieuse (avant qu’elle ne se brise);<br /><b>II.</b> sourd;<br /><b>III.</b> sourd et muet;<br /><b>IV.</b> faible d'esprit, inintelligent, sot, stupide;<br /><b>V.</b> <i>en parl. de ch.</i> sans valeur, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> oublié : κωφὰ καὶ πάλαια ἔπη SOPH paroles sans valeur et anciennes;<br /><b>2</b> qui n’a pas de sens : κωφὸν [[σκῶμμα]] PLUT raillerie insignifiante;<br /><b>3</b> difficile à comprendre, inintelligible, obscur;<br /><i>Cp.</i> κωφότερος, <i>Sp.</i> κωφότατος.<br />'''Étymologie:''' R. Κοπ, v. [[κόπτω]] ; cf. <i>lat.</i> ob-tusus.
|btext=ή, όν :<br /><b>A.</b> <i>litt.</i> émoussé : [[βέλος]] κωφόν IL trait émoussé, sans force ; [[γαῖα]] κωφή IL la terre insensible;<br /><b>B.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>I.</b> silencieux, qui résonne sourdement : κύματι κωφῷ IL vague silencieuse (avant qu’elle ne se brise);<br /><b>II.</b> sourd;<br /><b>III.</b> sourd et muet;<br /><b>IV.</b> faible d'esprit, inintelligent, sot, stupide;<br /><b>V.</b> <i>en parl. de ch.</i> sans valeur, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> oublié : κωφὰ καὶ πάλαια ἔπη SOPH paroles sans valeur et anciennes;<br /><b>2</b> qui n’a pas de sens : κωφὸν [[σκῶμμα]] PLUT raillerie insignifiante;<br /><b>3</b> difficile à comprendre, inintelligible, obscur;<br /><i>Cp.</i> κωφότερος, <i>Sp.</i> κωφότατος.<br />'''Étymologie:''' R. Κοπ, v. [[κόπτω]] ; cf. <i>lat.</i> ob-tusus.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κωφός''': -ή, -όν, ([[κόπτω]]) πρβλ. τὸ Λατ. tusus, ῥιζικὴ [[σημασία]], [[ἀμβλύς]], ἐξησθενωμένος, [[ἀνίσχυρος]], κωφὸν [[βέλος]], τὸ ἀμβλύ, ἀδύνατον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὀξύ, Ἰλ. Λ. 390· κ. καλάμη Ἀνθ. Π. 12. 25. ΙΙ. μεταφ.· 1) ἐπὶ τῆς γλώσσης καὶ τῶν φωνητικῶν ὀργάνων, βωβός, [[ἄλαλος]], κύματι κωφῷ, μὲ [[κῦμα]] βωβόν, ἀθόρυβον, δηλ. πρὶν ἢ θραυσθῇ, Ἰλ. Ξ. 11· κωφὴν γὰρ δὴ γαῖαν ἀεικίζει, ἀτιμάζει καὶ αὐτὴν τὴν ἄλαλον, δηλ. ἀναίσθητον γῆν (πρβλ. bruta tellus), Ω. 54· τὰ μὲν ἄλλα [[ἔσκε]] κωφά, τὰ ἄλλα μέρη τοῦ ἐδάφους παρῆγον ἦχον ἀμβλύν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ζωηρὸν ἦχον τῶν κοίλων μερῶν κρουομένων, Ἡρόδ. 4. 200· ὁ κ. [[λιμήν]], [[ἴσως]] ὁ λιμὴν τῆς Μουνιχίας κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν θορυβώδη τοῦ Πειραιῶς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 31· τῶν μεταλλικῶν κωφότατος (ὁ [[σίδηρος]]), ἠχεῖ ἐλάχιστον, Πλούτ. 2. 721Ε. 2) μεθ’ Ὁμ., ἐπὶ ἀνθρώπων, βωβός, [[ἄλαλος]], καὶ κωφοῦ [[συνίημι]] καὶ οὐ φωνεῦντος [[ἀκούω]] Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· τὸ αὐτὸ [[πρόσωπον]] καλεῖται κωφὸς ἐν 1. 34, [[ἄφωνος]] ἐν 85, καὶ διεφθαρμένος τὴν ἀκοὴν ἐν 1. 38, [[ὥστε]] (ἂν μὴ αἱ μνημονευθεῖσαι τελευταῖαι λέξεις [[εἶναι]] [[γλώσσημα]]) ὁ Ἡρόδ. ἐξελάμβανε τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν τὸν κωφόν τε καὶ βωβόν, ἴδε κατωτ. β, καὶ πρβλ. Ἡσύχ.· οὐ μέν τοι παρὰ κωφὸν ὁ τυφλὸς ἔοικε λαλῆσαι Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 3· κωφὴ [[χάρις]], ἄλαλον [[δῶρον]], δηλ. [[ἐπιτάφιος]], Ἐπιγρ. Ἑλλ. 298· οὕτω, κωφοῖς δάκρυσι [[αὐτόθι]] 268. 26., 252. 6· κ. [[πρόσωπον]] βωβὸν [[πρόσωπον]] ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 337Ε· ― μεταφ., κωφὰ ἔπη, βωβά, λησμονημένα, Σοφ. Ο. Τ. 290 (ἐκτὸς ἂν ἑρμηνεύσωμεν: [[ἄνευ]] σημασίας, ἀνόητα, ἴδε κατωτ. 5). β. [[κωφός]], βεβλαμμένος τὴν ἀκοήν, Λατ. surdus, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 92, Αἰσχύλ. Θήβ. 202, Χο. 881· λήθην κωφήν, ἄναυδον Σοφ. Ἀποσπ. 505· ὅσοι κ. ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 16· ― μετὰ γεν., κωφὴν δ’ ἀκοῆς αἴσθησιν ἔχουσιν Ἀντιφ. ἐν «Σαπφοῖ» 1. 5, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 932Α· Ἑλλάδος φωνᾶς [[κωφός]], κωφὸς ὡς πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν, δηλ. ἀγνοῶν τὴν Ἑλληνικήν, Ἀποσπ. Πυθαγ., πρβλ. Πλούτ. 2. 1108D. γ. μεταφ., κ. [[πέτρος]] Μοσχίων παρὰ Στοβ. 1. 125, 14· [[μαψαῦραι]] Καλλ. Ἀποσπ. 67· [[ἐρημία]] Διόδ. 3. 40· ― οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., κωφὰ χλιαίνεσθαι, ἀσθενῶς, Ἀνθ. Π. 12. 125. 3) ἀσθενὴς τὴν ὅρασιν, ἀμβλεῖαν ἔχων ὅρασιν, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 4. 4) ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων, [[ἀμβλύς]], [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], Θεοφρ. Σημ. 19. 5) ἐπὶ τῆς διανοίας, ἀμβλύνους, [[βλάξ]], [[ἠλίθιος]], Λατ. fatuus, ἐγὼ ὁ πάντα κ. Σοφ. Αἴ. 911, πρβλ. Πινδ. Π. 9. 151, Πλάτ. Τίμ. 88Β· ― καὶ [[ὅπως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀνόητος]], μηδεμίαν ἔχων σημασίαν (ἀνωτ. Ι), κ. καὶ παλαί’ ἔπη Σοφ. Ο. Τ. 290· κ. [[διήγησις]] Πολύβ. 3. 36, 4, πρβλ. 5. 21, 4· [[σκῶμμα]] Πλούτ. 2. 712Α· εὐπραγίαι Δίων Κ. 38. Ἴδε ἐν λέξ. [[τυφλός]].
|elnltext=κωφός --όν [~ κηφήν] stomp, zonder uitwerking; overdr.: κωφὸν γὰρ βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος want het projectiel van een laf man is ongevaarlijk Il. 11.390. geluidloos:; κύματι κωφῷ met geluidloze deining Il. 14.16; ὁ κωφὸς λιμήν de stille haven Xen. Hell. 2.4.31; dof:; τὰ μὲν ἄλλα ἔσκε κωφά de rest klonk dof Hdt. 4.200; gevoelloos:. κ. γαῖα de ongevoelige aarde Il. 24.54. stom, zonder stem:. καὶ κωφοῦ συνίημι καὶ οὐ φωνεῦντος ἀκούω ik versta de stomme en zonder dat hij spreekt hoor ik hem Hdt. 1.47.3. doof:; ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι mensen die zonder begrip horen, lijken op doven Heracl. B 34; met gen.: κωφὸς τῶν τοιούτων προοιμίων doof voor dergelijke inleidingen Plat. Lg. 932a. dom, stompzinnig:. τά γ’ ἄλλα κωφὰ καὶ παλαί’ ἔπη de rest zijn stompzinnige en achterhaalde verhalen Soph. OT 290; τὸ τῆς ψυχῆς κωφὸν... ἀμνῆμόν τε ποιεῖν de ziel doof en vergeetachtig maken Plat. Tim. 88b.
}}
{{elru
|elrutext='''κωφός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[тупой]] ([[βέλος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[с притупившимися чувствами]], [[расслабленный]], [[дряхлый]] (γέροντες Arph.);<br /><b class="num">3)</b> [[бесчувственный]] ([[γαῖα]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[безмолвный]], [[бесшумный]], [[немой]] ([[κῦμα]] Hom.; [[λιμήν]] Xen.; [[λήθη]] Soph.);<br /><b class="num">5)</b> глухой, тж. глухонемой ([[παῖς]] Her.);<br /><b class="num">6)</b> [[пустой]], [[бессмысленный]] (ἔπη Soph.);<br /><b class="num">7)</b> [[плохо видящий]], [[подслеповатый]] ([[ὄμμα]] Arst.);<br /><b class="num">8)</b> [[тупоумный]]: ὁ πάντα κ. Soph. ничего не смыслящий;<br /><b class="num">9)</b> [[нелепый]], [[непонятный]] ([[σκῶμμα]] Plut.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''κωφός:''' -ή, -όν (κόπ-τω), ριζική [[σημασία]],<br /><b class="num">I.</b> [[αμβλύς]], εξασθενημένος, [[ανίσχυρος]], [[ανόητος]]· κωφὸν [[βέλος]], το στομωμένο, αδύνατο [[βέλος]], αντίθ. προς το [[ὀξύ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[βουβός]], [[άλαλος]], <i>κύματι κωφῷ</i>, με [[κύμα]] αθόρυβο, βουβό, δηλ. που δεν έχει «σκάσει», στο ίδ.· <i>κωφὴν γαῖαν ἀεικίζει</i>, ατιμάζει την άλαλη, αμίλητη γη, στο ίδ.· τὰ μὲν ἄλλα [[ἔσκε]] κωφά, τα υπόλοιπα μέρη του εδάφους που παράγουν εξασθενημένους ήχους, αντίθ. προς τον υπόκωφο ήχο των τμημάτων του εδάφους που είναι κοίλα ή κούφια (δηλ. με σπηλιές), σε Ηρόδ.· ὁ κ. [[λιμήν]], πιθ. η [[ακτή]] της Μουνιχίας, αντίθ. προς τον θορυβώδη Πειραιά, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., λέγεται για τους άνδρες, [[βουβός]], [[άλαλος]], Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.· [[κουφός]] και [[άλαλος]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[κουφός]], Λατ. [[surdus]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για το [[μυαλό]], [[ανόητος]], [[κουφός]], [[βραδύνους]], Λατ. [[fatuus]], σε Σοφ.· επίσης [[αναίσθητος]], [[χωρίς]] [[σημασία]], [[ανέκφραστος]], <i>κ. καὶ παλαί' ἔπη</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''κωφός:''' -ή, -όν (κόπ-τω), ριζική [[σημασία]],<br /><b class="num">I.</b> [[αμβλύς]], εξασθενημένος, [[ανίσχυρος]], [[ανόητος]]· κωφὸν [[βέλος]], το στομωμένο, αδύνατο [[βέλος]], αντίθ. προς το [[ὀξύ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[βουβός]], [[άλαλος]], <i>κύματι κωφῷ</i>, με [[κύμα]] αθόρυβο, βουβό, δηλ. που δεν έχει «σκάσει», στο ίδ.· <i>κωφὴν γαῖαν ἀεικίζει</i>, ατιμάζει την άλαλη, αμίλητη γη, στο ίδ.· τὰ μὲν ἄλλα [[ἔσκε]] κωφά, τα υπόλοιπα μέρη του εδάφους που παράγουν εξασθενημένους ήχους, αντίθ. προς τον υπόκωφο ήχο των τμημάτων του εδάφους που είναι κοίλα ή κούφια (δηλ. με σπηλιές), σε Ηρόδ.· ὁ κ. [[λιμήν]], πιθ. η [[ακτή]] της Μουνιχίας, αντίθ. προς τον θορυβώδη Πειραιά, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., λέγεται για τους άνδρες, [[βουβός]], [[άλαλος]], Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.· [[κουφός]] και [[άλαλος]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[κουφός]], Λατ. [[surdus]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για το [[μυαλό]], [[ανόητος]], [[κουφός]], [[βραδύνους]], Λατ. [[fatuus]], σε Σοφ.· επίσης [[αναίσθητος]], [[χωρίς]] [[σημασία]], [[ανέκφραστος]], <i>κ. καὶ παλαί' ἔπη</i>, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κωφός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[тупой]] ([[βέλος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[с притупившимися чувствами]], [[расслабленный]], [[дряхлый]] (γέροντες Arph.);<br /><b class="num">3)</b> [[бесчувственный]] ([[γαῖα]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[безмолвный]], [[бесшумный]], [[немой]] ([[κῦμα]] Hom.; [[λιμήν]] Xen.; [[λήθη]] Soph.);<br /><b class="num">5)</b> глухой, тж. глухонемой ([[παῖς]] Her.);<br /><b class="num">6)</b> [[пустой]], [[бессмысленный]] (ἔπη Soph.);<br /><b class="num">7)</b> [[плохо видящий]], [[подслеповатый]] ([[ὄμμα]] Arst.);<br /><b class="num">8)</b> [[тупоумный]]: ὁ πάντα κ. Soph. ничего не смыслящий;<br /><b class="num">9)</b> [[нелепый]], [[непонятный]] ([[σκῶμμα]] Plut.).
|lstext='''κωφός''': -ή, -όν, ([[κόπτω]]) πρβλ. τὸ Λατ. tusus, ῥιζικὴ [[σημασία]], [[ἀμβλύς]], ἐξησθενωμένος, [[ἀνίσχυρος]], κωφὸν [[βέλος]], τὸ ἀμβλύ, ἀδύνατον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὀξύ, Ἰλ. Λ. 390· κ. καλάμη Ἀνθ. Π. 12. 25. ΙΙ. μεταφ.· 1) ἐπὶ τῆς γλώσσης καὶ τῶν φωνητικῶν ὀργάνων, βωβός, [[ἄλαλος]], κύματι κωφῷ, μὲ [[κῦμα]] βωβόν, ἀθόρυβον, δηλ. πρὶν ἢ θραυσθῇ, Ἰλ. Ξ. 11· κωφὴν γὰρ δὴ γαῖαν ἀεικίζει, ἀτιμάζει καὶ αὐτὴν τὴν ἄλαλον, δηλ. ἀναίσθητον γῆν (πρβλ. bruta tellus), Ω. 54· τὰ μὲν ἄλλα [[ἔσκε]] κωφά, τὰ ἄλλα μέρη τοῦ ἐδάφους παρῆγον ἦχον ἀμβλύν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ζωηρὸν ἦχον τῶν κοίλων μερῶν κρουομένων, Ἡρόδ. 4. 200· ὁ κ. [[λιμήν]], [[ἴσως]] ὁ λιμὴν τῆς Μουνιχίας κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν θορυβώδη τοῦ Πειραιῶς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 31· τῶν μεταλλικῶν κωφότατος (ὁ [[σίδηρος]]), ἠχεῖ ἐλάχιστον, Πλούτ. 2. 721Ε. 2) μεθ’ Ὁμ., ἐπὶ ἀνθρώπων, βωβός, [[ἄλαλος]], καὶ κωφοῦ [[συνίημι]] καὶ οὐ φωνεῦντος [[ἀκούω]] Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· τὸ αὐτὸ [[πρόσωπον]] καλεῖται κωφὸς ἐν 1. 34, [[ἄφωνος]] ἐν 85, καὶ διεφθαρμένος τὴν ἀκοὴν ἐν 1. 38, [[ὥστε]] (ἂν μὴ αἱ μνημονευθεῖσαι τελευταῖαι λέξεις [[εἶναι]] [[γλώσσημα]]) ὁ Ἡρόδ. ἐξελάμβανε τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν τὸν κωφόν τε καὶ βωβόν, ἴδε κατωτ. β, καὶ πρβλ. Ἡσύχ.· οὐ μέν τοι παρὰ κωφὸν ὁ τυφλὸς ἔοικε λαλῆσαι Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 3· κωφὴ [[χάρις]], ἄλαλον [[δῶρον]], δηλ. [[ἐπιτάφιος]], Ἐπιγρ. Ἑλλ. 298· οὕτω, κωφοῖς δάκρυσι [[αὐτόθι]] 268. 26., 252. 6· κ. [[πρόσωπον]] βωβὸν [[πρόσωπον]] ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 337Ε· ― μεταφ., κωφὰ ἔπη, βωβά, λησμονημένα, Σοφ. Ο. Τ. 290 (ἐκτὸς ἂν ἑρμηνεύσωμεν: [[ἄνευ]] σημασίας, ἀνόητα, ἴδε κατωτ. 5). β. [[κωφός]], βεβλαμμένος τὴν ἀκοήν, Λατ. surdus, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 92, Αἰσχύλ. Θήβ. 202, Χο. 881· λήθην κωφήν, ἄναυδον Σοφ. Ἀποσπ. 505· ὅσοι κ. ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 16· ― μετὰ γεν., κωφὴν δ’ ἀκοῆς αἴσθησιν ἔχουσιν Ἀντιφ. ἐν «Σαπφοῖ» 1. 5, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 932Α· Ἑλλάδος φωνᾶς [[κωφός]], κωφὸς ὡς πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν, δηλ. ἀγνοῶν τὴν Ἑλληνικήν, Ἀποσπ. Πυθαγ., πρβλ. Πλούτ. 2. 1108D. γ. μεταφ., κ. [[πέτρος]] Μοσχίων παρὰ Στοβ. 1. 125, 14· [[μαψαῦραι]] Καλλ. Ἀποσπ. 67· [[ἐρημία]] Διόδ. 3. 40· ― οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., κωφὰ χλιαίνεσθαι, ἀσθενῶς, Ἀνθ. Π. 12. 125. 3) ἀσθενὴς τὴν ὅρασιν, ἀμβλεῖαν ἔχων ὅρασιν, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 4. 4) ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων, [[ἀμβλύς]], [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], Θεοφρ. Σημ. 19. 5) ἐπὶ τῆς διανοίας, ἀμβλύνους, [[βλάξ]], [[ἠλίθιος]], Λατ. fatuus, ἐγὼ ὁ πάντα κ. Σοφ. Αἴ. 911, πρβλ. Πινδ. Π. 9. 151, Πλάτ. Τίμ. 88Β· ― καὶ [[ὅπως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀνόητος]], μηδεμίαν ἔχων σημασίαν (ἀνωτ. Ι), κ. καὶ παλαί’ ἔπη Σοφ. Ο. Τ. 290· κ. [[διήγησις]] Πολύβ. 3. 36, 4, πρβλ. 5. 21, 4· [[σκῶμμα]] Πλούτ. 2. 712Α· εὐπραγίαι Δίων Κ. 38. Ἴδε ἐν λέξ. [[τυφλός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κωφός -ή -όν [~ κηφήν] stomp, zonder uitwerking; overdr.: κωφὸν γὰρ βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος want het projectiel van een laf man is ongevaarlijk Il. 11.390. geluidloos:; κύματι κωφῷ met geluidloze deining Il. 14.16; ὁ κωφὸς λιμήν de stille haven Xen. Hell. 2.4.31; dof:; τὰ μὲν ἄλλα ἔσκε κωφά de rest klonk dof Hdt. 4.200; gevoelloos:. κ. γαῖα de ongevoelige aarde Il. 24.54. stom, zonder stem:. καὶ κωφοῦ συνίημι καὶ οὐ φωνεῦντος ἀκούω ik versta de stomme en zonder dat hij spreekt hoor ik hem Hdt. 1.47.3. doof:; ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι mensen die zonder begrip horen, lijken op doven Heracl. B 34; met gen.: κωφὸς τῶν τοιούτων προοιμίων doof voor dergelijke inleidingen Plat. Lg. 932a. dom, stompzinnig:. τά γ’ ἄλλα κωφὰ καὶ παλαί’ ἔπη de rest zijn stompzinnige en achterhaalde verhalen Soph. OT 290; τὸ τῆς ψυχῆς κωφὸν... ἀμνῆμόν τε ποιεῖν de ziel doof en vergeetachtig maken Plat. Tim. 88b.
}}
}}
{{etym
{{etym