κτεατίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=acquérir, conquérir, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> κτεατίζομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[κτέαρ]].
|btext=acquérir, conquérir, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> κτεατίζομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[κτέαρ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κτεᾰτίζω''': μέλλ. -ίσω, κτῶμαι, [[κερδίζω]], δουρὶ δ᾿ ἐμῷ κτεάτισσα Ἰλ. Π. 57· πολλὰ κτεατίσσας Ὀδ. Β. 102., Τ. 147, κτλ.· ― Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., ὅσ’ Ἐκηβόλος ἐκτεάτισται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 522· τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτὸς Θεόκρ. 17. 105.
|elnltext=κτεατίζω [κτέαρ] praes. alleen med. κτεατίζεται; ep. aor. act. κτεάτισσα, ptc. κτεατίσσας, veroveren, in bezit krijgen:; κούρην δουρὶ ἐμῷ κτεάτισσα het meisje heb ik met mijn eigen speer buit gemaakt Il. 16.57; ook med.: τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός een ander deel bemachtigt hij (Ptolemaeus) zelf Theocr. Id. 17.105.
}}
{{elru
|elrutext='''κτεᾰτίζω:''' (act. только aor. κτεάτισσα, med. praes. и pf.) приобретать, добывать (δουρὶ κούρην Hom.; med. τι HH).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κτεᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>· Επικ. αορ. αʹ <i>κτεάτισσα</i> ([[κτάομαι]])· [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], [[κατακτώ]], [[επιτυγχάνω]], σε Όμηρ. — Μέσ., με Παθ. παρακ., [[αποκτώ]] για τον εαυτό μου, είμαι [[ιδιοκτήτης]], σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.
|lsmtext='''κτεᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>· Επικ. αορ. αʹ <i>κτεάτισσα</i> ([[κτάομαι]])· [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], [[κατακτώ]], [[επιτυγχάνω]], σε Όμηρ. — Μέσ., με Παθ. παρακ., [[αποκτώ]] για τον εαυτό μου, είμαι [[ιδιοκτήτης]], σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κτεᾰτίζω:''' (act. только aor. κτεάτισσα, med. praes. и pf.) приобретать, добывать (δουρὶ κούρην Hom.; med. τι HH).
|lstext='''κτεᾰτίζω''': μέλλ. -ίσω, κτῶμαι, [[κερδίζω]], δουρὶ δ᾿ ἐμῷ κτεάτισσα Ἰλ. Π. 57· πολλὰ κτεατίσσας Ὀδ. Β. 102., Τ. 147, κτλ.· ― Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., ὅσ’ Ἐκηβόλος ἐκτεάτισται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 522· τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτὸς Θεόκρ. 17. 105.
}}
{{elnl
|elnltext=κτεατίζω [κτέαρ] praes. alleen med. κτεατίζεται; ep. aor. act. κτεάτισσα, ptc. κτεατίσσας, veroveren, in bezit krijgen:; κούρην δουρὶ ἐμῷ κτεάτισσα het meisje heb ik met mijn eigen speer buit gemaakt Il. 16.57; ook med.: τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός een ander deel bemachtigt hij (Ptolemaeus) zelf Theocr. Id. 17.105.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κτεᾰτίζω, [[κτάομαι]]<br />to get, [[gain]], win, Hom.:—Mid., with perf. [[pass]]., to get for [[oneself]], [[acquire]], Hhymn., Theocr.
|mdlsjtxt=κτεᾰτίζω, [[κτάομαι]]<br />to get, [[gain]], win, Hom.:—Mid., with perf. [[pass]]., to get for [[oneself]], [[acquire]], Hhymn., Theocr.
}}
}}