πάταγος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit de deux corps qui s'entrechoquent ; claquement de dents, clapotement de l'eau par suite de la chute d'un corps pesant;<br /><b>2</b> grand bruit, fracas <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Πατ, frapper, heurter ; cf. [[πταίω]], v. [[πατάσσω]], [[παταγέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit de deux corps qui s'entrechoquent ; claquement de dents, clapotement de l'eau par suite de la chute d'un corps pesant;<br /><b>2</b> grand bruit, fracas <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Πατ, frapper, heurter ; cf. [[πταίω]], v. [[πατάσσω]], [[παταγέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πάταγος''': , [[κρότος]] τραχὺς καὶ [[ἰσχυρός]], [[οἷον]] ὁ τῶν πιπτόντων δένδρων, π. δέ τε ἀγνυμενάων (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἰλ. Π. 769· π. δέ τε γίγνετ’ ὀδόντων, [[κρότος]] τῶν ὀδόντων συγκρουομένων, Ν. 283· ὁ [[κρότος]] σώματος πίπτοντος εἰς τὸ [[ὕδωρ]], ἐν δ’ ἔπεσον μεγάλῳ πατ. Χ. 9, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 46· ὁ [[κρότος]] ὁ ἰσχυρὸς τῆς βροντῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 382, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 17· π. ἀνέμων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16· ― ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, [[ὥστε]] τὸ παρ’ Ἡροδ. 3. 79, βοῇ καὶ πατάγῳ χρεόμενοι σημαίνει, μετὰ μεγάλων φωνῶν καὶ κρότου (πιθαν. τῶν ὅπλων), πρβλ. 7. 211., 8. 37· οὕτω, π. δορὸς Αἰσχύλ. Θήβ. 104· τόξων Σοφ. Τρ. 517· ἀσπίδων Εὐρ. Ἡρακλ. 832, Ἀριστοφ. Ἀχ. 539· [[ὡσαύτως]], π. [[χύτρειος]] ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 329. Λέξ. κατ’ ὀνοματοπ., πρβλ. [[πατάσσω]], [[πλαταγών]], [[πλαταγέω]]).
|elnltext=πάταγος -ου, ὁ, onomat., geklapper, gekletter, geratel:. πάταγος δέ τε γίγνετ’ ὀδόντων er ontstaat een geklapper van tanden Il. 13.283; πάταγος οὐχ ἑνὸς δορός het gekletter van niet slechts één speer Aeschl. Sept. 103.
}}
{{elru
|elrutext='''πάτᾰγος:''' (πᾰ) <br /><b class="num">1)</b> [[треск]], [[грохот]] (ἀγνυμενάων, sc. δενδρέων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[стук]], [[стучание]] (ὀδόντων Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[гудение]] (τόξων Soph.);<br /><b class="num">4)</b> [[лязг]], [[бряцание]], [[звон]] (ἀσπίδων Arph.);<br /><b class="num">5)</b> [[шум]], [[вой]] (τοῦ ῥεύματος Plut.);<br /><b class="num">6)</b> шутл. [[трескотня]] (ὀνομάτων Luc.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πάτᾰγος:''' ὁ, [[κρότος]], [[γδούπος]], λέγεται για δέντρα που πέφτουν, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κρότος]] των δοντιών, στο ίδ.· παφλασμό σώματος που πέφτει στο [[νερό]], στο ίδ.· [[θόρυβος]] ή [[βροντή]] κεραυνού, σε Αριστοφ.· [[κρότος]] χεριών, σε Ηρόδ., Τραγ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''πάτᾰγος:''' ὁ, [[κρότος]], [[γδούπος]], λέγεται για δέντρα που πέφτουν, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κρότος]] των δοντιών, στο ίδ.· παφλασμό σώματος που πέφτει στο [[νερό]], στο ίδ.· [[θόρυβος]] ή [[βροντή]] κεραυνού, σε Αριστοφ.· [[κρότος]] χεριών, σε Ηρόδ., Τραγ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πάτᾰγος:''' (πᾰ) <br /><b class="num">1)</b> [[треск]], [[грохот]] (ἀγνυμενάων, sc. δενδρέων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[стук]], [[стучание]] (ὀδόντων Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[гудение]] (τόξων Soph.);<br /><b class="num">4)</b> [[лязг]], [[бряцание]], [[звон]] (ἀσπίδων Arph.);<br /><b class="num">5)</b> [[шум]], [[вой]] (τοῦ ῥεύματος Plut.);<br /><b class="num">6)</b> шутл. [[трескотня]] (ὀνομάτων Luc.).
|lstext='''πάταγος''': , [[κρότος]] τραχὺς καὶ [[ἰσχυρός]], [[οἷον]] ὁ τῶν πιπτόντων δένδρων, π. δέ τε ἀγνυμενάων (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἰλ. Π. 769· π. δέ τε γίγνετ’ ὀδόντων, [[κρότος]] τῶν ὀδόντων συγκρουομένων, Ν. 283· ὁ [[κρότος]] σώματος πίπτοντος εἰς τὸ [[ὕδωρ]], ἐν δ’ ἔπεσον μεγάλῳ πατ. Χ. 9, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 46· ὁ [[κρότος]] ὁ ἰσχυρὸς τῆς βροντῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 382, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 17· π. ἀνέμων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16· ― ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, [[ὥστε]] τὸ παρ’ Ἡροδ. 3. 79, βοῇ καὶ πατάγῳ χρεόμενοι σημαίνει, μετὰ μεγάλων φωνῶν καὶ κρότου (πιθαν. τῶν ὅπλων), πρβλ. 7. 211., 8. 37· οὕτω, π. δορὸς Αἰσχύλ. Θήβ. 104· τόξων Σοφ. Τρ. 517· ἀσπίδων Εὐρ. Ἡρακλ. 832, Ἀριστοφ. Ἀχ. 539· [[ὡσαύτως]], π. [[χύτρειος]] ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 329. Λέξ. κατ’ ὀνοματοπ., πρβλ. [[πατάσσω]], [[πλαταγών]], [[πλαταγέω]]).
}}
{{elnl
|elnltext=πάταγος -ου, , onomat., geklapper, gekletter, geratel:. πάταγος δέ τε γίγνετ’ ὀδόντων er ontstaat een geklapper van tanden Il. 13.283; πάταγος οὐχ ἑνὸς δορός het gekletter van niet slechts één speer Aeschl. Sept. 103.
}}
}}
{{etym
{{etym