κελευτιάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. part. prés. épq.</i> κελευτιόων;<br />presser vivement, ordonner, exciter.<br />'''Étymologie:''' [[κελεύω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. part. prés. épq.</i> κελευτιόων;<br />presser vivement, ordonner, exciter.<br />'''Étymologie:''' [[κελεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κελευτιάω''': θαμιστικὸν τοῦ [[κελεύω]], ὡς τὸ [[πνευστιάω]], ἐκ τοῦ [[πνέω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ Ἐπ. μετοχ. κελευτιόων, «ἐπὶ δημηγορίας ὀτρυντικῆς» (Εὐστ.), Αἴαντε κελευτιόωντ’ ἐπὶ πύργων [[πάντοσε]] φοιτήτην, συνεχῶς παροτρύνοντες τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Μ. 265, πρβλ. Ν. 125. Ὑπάρχει διάφ. γραφ. κελευθιόων, πορευόμενος,- [[τύπος]], ὃν ἀναφέρει ὁ Ἡσύχ., παρέχων [[ὡσαύτως]] καὶ κελευθείοντες· ἀλλ’ εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. καὶ κελευστιόων = κελευστικῶς ἔχων.
|elnltext=κελευτιάω [κελεύω] ep. ptc. κελευτιόων, aanvuren.
}}
{{elru
|elrutext='''κελευτιάω:''' [frequ. к [[κελεύω]] (только part. praes. κελευτιόων) постоянно убеждать, побуждать, приказывать (κελευτιόων ὦρσεν Ἀχαιούς Hom.): ἀμφοτέρω Λἴαντε κελευτιόωντ᾽ ἐπὶ πύργων [[πάντοσε]] φοιτήτην Hom. оба Эанта всюду обходят башни, непрерывно давая указания.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κελευτιάω:''' θαμιστικό του [[κελεύω]], όπως [[πνευστιάω]] από το [[πνέω]], που χρησιμ. μόνο στη Επικ. μτχ. <i>κελευτιόωντε</i> ([[δυϊκός]]), [[συνεχώς]] παροτρύνοντας (τους άνδρες), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κελευτιάω:''' θαμιστικό του [[κελεύω]], όπως [[πνευστιάω]] από το [[πνέω]], που χρησιμ. μόνο στη Επικ. μτχ. <i>κελευτιόωντε</i> ([[δυϊκός]]), [[συνεχώς]] παροτρύνοντας (τους άνδρες), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κελευτιάω:''' [frequ. к [[κελεύω]] (только part. praes. κελευτιόων) постоянно убеждать, побуждать, приказывать (κελευτιόων ὦρσεν Ἀχαιούς Hom.): ἀμφοτέρω Λἴαντε κελευτιόωντ᾽ ἐπὶ πύργων [[πάντοσε]] φοιτήτην Hom. оба Эанта всюду обходят башни, непрерывно давая указания.
|lstext='''κελευτιάω''': θαμιστικὸν τοῦ [[κελεύω]], ὡς τὸ [[πνευστιάω]], ἐκ τοῦ [[πνέω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ Ἐπ. μετοχ. κελευτιόων, «ἐπὶ δημηγορίας ὀτρυντικῆς» (Εὐστ.), Αἴαντε κελευτιόωντ’ ἐπὶ πύργων [[πάντοσε]] φοιτήτην, συνεχῶς παροτρύνοντες τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Μ. 265, πρβλ. Ν. 125. Ὑπάρχει διάφ. γραφ. κελευθιόων, πορευόμενος,- [[τύπος]], ὃν ἀναφέρει ὁ Ἡσύχ., παρέχων [[ὡσαύτως]] καὶ κελευθείοντες· ἀλλ’ εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. καὶ κελευστιόων = κελευστικῶς ἔχων.
}}
{{elnl
|elnltext=κελευτιάω [κελεύω] ep. ptc. κελευτιόων, aanvuren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κελευτιάω]], [Frequentat. of [[κελεύω]], as [[πνευστιάω]] from [[πνέω]] only used in epic [[part]]. (dual), κελευτιόωντε]<br />[[continually]] urging on [the men], Il.
|mdlsjtxt=[[κελευτιάω]], [Frequentat. of [[κελεύω]], as [[πνευστιάω]] from [[πνέω]] only used in epic [[part]]. (dual), κελευτιόωντε]<br />[[continually]] urging on [the men], Il.
}}
}}