παρακαλύπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=couvrir, cacher;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρακαλύπτομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> voiler : [[τῇ]] μέθῃ τὴν διάνοιαν PLUT voiler la pensée sous les vapeurs de l'ivresse;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se voiler pour porter le deuil;<br /><b>2</b> se cacher : πρὸς τὸ δεινόν PLUT fermer les yeux <i>ou</i> se voiler le visage en face du danger.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καλύπτω]].
|btext=couvrir, cacher;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρακαλύπτομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> voiler : [[τῇ]] μέθῃ τὴν διάνοιαν PLUT voiler la pensée sous les vapeurs de l'ivresse;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se voiler pour porter le deuil;<br /><b>2</b> se cacher : πρὸς τὸ δεινόν PLUT fermer les yeux <i>ou</i> se voiler le visage en face du danger.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καλύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρακᾰλύπτω''': [[καλύπτω]], ἀναρτῶν τι πλησίον, [[σκεπάζω]], [[κρύπτω]], [[ὑποκρύπτω]], τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Δημήτρ. 52. - Μέσ., [[καλύπτω]] τὸ πρόσωπόν μου, Πλάτ. Πολ. 439Α, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τὸ δεινὸν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 60· μεταφορ., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου, κρυπτομένου, ὑποκρυπτομένου, Πλάτ. Πολ. 503Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 370Ε.
|elnltext=παρα-καλύπτω bedekken; overdr.:; π. τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν de geest benevelen met drank Plut. Demetr. 52.3; med. zijn gezicht bedekken; overdr.: παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου terwijl de logos zich het hoofd bedekte Plat. Resp. 503a; ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ’ αὐτῶν het bleef verborgen voor hen NT Luc. 9.45.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακᾰλύπτω:''' [[закрывать]], [[скрывать]], [[прятать]] (τὸ [[ῥῆμα]] παρακεκαλυμμένον [[ἀπό]] τινος NT): παρακαλύπτεσθαι πρὸς τὸ [[δεινόν]] Plut. закрыться или зажмуриться перед лицом опасности; παρεξιόντος καὶ παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου Plat. беглой и затуманенной речью, т. е. вскользь и скрывая (сущность дела); παρακαλύπτεσθαι τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Plut. скрывать (затуманивать) свои мысли опьянением.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''παρακᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[καλύπτω]] κρεμώντας [[κάτι]] δίπλα, [[σκεπάζω]], [[κρύβω]], σε Πλούτ. — Μέσ., [[καλύπτω]] το [[πρόσωπο]] κάποιου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''παρακᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[καλύπτω]] κρεμώντας [[κάτι]] δίπλα, [[σκεπάζω]], [[κρύβω]], σε Πλούτ. — Μέσ., [[καλύπτω]] το [[πρόσωπο]] κάποιου, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρακᾰλύπτω:''' [[закрывать]], [[скрывать]], [[прятать]] (τὸ [[ῥῆμα]] παρακεκαλυμμένον [[ἀπό]] τινος NT): παρακαλύπτεσθαι πρὸς τὸ [[δεινόν]] Plut. закрыться или зажмуриться перед лицом опасности; παρεξιόντος καὶ παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου Plat. беглой и затуманенной речью, т. е. вскользь и скрывая (сущность дела); παρακαλύπτεσθαι τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Plut. скрывать (затуманивать) свои мысли опьянением.
|lstext='''παρακᾰλύπτω''': [[καλύπτω]], ἀναρτῶν τι πλησίον, [[σκεπάζω]], [[κρύπτω]], [[ὑποκρύπτω]], τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Δημήτρ. 52. - Μέσ., [[καλύπτω]] τὸ πρόσωπόν μου, Πλάτ. Πολ. 439Α, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τὸ δεινὸν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 60· μεταφορ., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου, κρυπτομένου, ὑποκρυπτομένου, Πλάτ. Πολ. 503Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 370Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-καλύπτω bedekken; overdr.:; π. τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν de geest benevelen met drank Plut. Demetr. 52.3; med. zijn gezicht bedekken; overdr.: παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου terwijl de logos zich het hoofd bedekte Plat. Resp. 503a; ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ’ αὐτῶν het bleef verborgen voor hen NT Luc. 9.45.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj