περίθυμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />plein de courroux ; <i>adv.</i> • περίθυμον PLUT avec une grande irritation.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[θυμός]].
|btext=ος, ον :<br />plein de courroux ; <i>adv.</i> • περίθυμον PLUT avec une grande irritation.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[θυμός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περίθῡμος''': -ον, [[σφόδρα]] ὠργισμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 725. - Ἐπίρρ. -μως, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 40· περιθύμως ἔχω, εἶμαι [[λίαν]] ὠργισμένος, Ἡρόδ. 2.162, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· περίθυμον ὡς ἐπίρρ., Πλουτ. Μάρ. 19.
|elnltext=περίθῡμος -ον [περί, θυμός] woedend; n. adv. περίθυμον in grote woede; adv. περιθύμως woedend:. π. ἔχειν woedend zijn Hdt. 2.162.5.
}}
{{elru
|elrutext='''περίθῡμος:''' [[полный гнева]], [[гневный]] (κατάραι Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περίθῡμος:''' -ον, [[πολύ]] οργισμένος, σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-μως</i>, στον ίδ.· [[περιθύμως]] ἔχειν, είμαι [[πολύ]] θυμωμένος, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''περίθῡμος:''' -ον, [[πολύ]] οργισμένος, σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-μως</i>, στον ίδ.· [[περιθύμως]] ἔχειν, είμαι [[πολύ]] θυμωμένος, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περίθῡμος:''' [[полный гнева]], [[гневный]] (κατάραι Aesch.).
|lstext='''περίθῡμος''': -ον, [[σφόδρα]] ὠργισμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 725. - Ἐπίρρ. -μως, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 40· περιθύμως ἔχω, εἶμαι [[λίαν]] ὠργισμένος, Ἡρόδ. 2.162, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· περίθυμον ὡς ἐπίρρ., Πλουτ. Μάρ. 19.
}}
{{elnl
|elnltext=περίθῡμος -ον [περί, θυμός] woedend; n. adv. περίθυμον in grote woede; adv. περιθύμως woedend:. π. ἔχειν woedend zijn Hdt. 2.162.5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περί]]-θῡμος, ον,<br />[[very]] [[wrathful]], Aesch. adv. -μως, Aesch.; [[περιθύμως]] ἔχειν to be [[very]] [[angry]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[περί]]-θῡμος, ον,<br />[[very]] [[wrathful]], Aesch. adv. -μως, Aesch.; [[περιθύμως]] ἔχειν to be [[very]] [[angry]], Hdt.
}}
}}