περισφύριος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui entoure la cheville ; τὸ περισφύριον, ornement autour de la cheville <i>ou</i> de la chaussure des femmes.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σφύρα.
|btext=ος, ον :<br />qui entoure la cheville ; τὸ περισφύριον, ornement autour de la cheville <i>ou</i> de la chaussure des femmes.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σφύρα.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περισφύριος''': [], -ον, ὁ περὶ τὰ σφυρά, [[δράκων]] Ἀνθ. Π. 6, 207· πέδαι Κλήμ. Ἀλεξ. 244. ΙΙ. περισφύριον, τό, [[κόσμημα]] [[γυναικεῖον]] περὶ τὰ σφυρά, Ἡρόδ. 4. 176, Ἀνθ. Π. 6. 172.
|elnltext=περισφύριος en περίσφυρος -ον [περί, σφυρόν] rond de enkel zittend; subst. τὸ περισφύριον enkelband.
}}
{{elru
|elrutext='''περισφύριος:''' () обвивающий (в виде украшения) лодыжку ([[δράκων]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περισφύριος:''' [ῠ], -ον (σφῠρόν),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται γύρω από τον αστράγαλο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[περισφύριον]], <i>τό</i>, [[βραχιόλι]] γύρω από τον αστράγαλο, [[βραχιόλι]] ποδιού, σε Ηρόδ., Ανθ.
|lsmtext='''περισφύριος:''' [ῠ], -ον (σφῠρόν),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται γύρω από τον αστράγαλο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[περισφύριον]], <i>τό</i>, [[βραχιόλι]] γύρω από τον αστράγαλο, [[βραχιόλι]] ποδιού, σε Ηρόδ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περισφύριος:''' () обвивающий (в виде украшения) лодыжку ([[δράκων]] Anth.).
|lstext='''περισφύριος''': [], -ον, ὁ περὶ τὰ σφυρά, [[δράκων]] Ἀνθ. Π. 6, 207· πέδαι Κλήμ. Ἀλεξ. 244. ΙΙ. περισφύριον, τό, [[κόσμημα]] [[γυναικεῖον]] περὶ τὰ σφυρά, Ἡρόδ. 4. 176, Ἀνθ. Π. 6. 172.
}}
{{elnl
|elnltext=περισφύριος en περίσφυρος -ον [περί, σφυρόν] rond de enkel zittend; subst. τὸ περισφύριον enkelband.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περισφῠ́ριος, ον, [σφῠρόν]<br /><b class="num">I.</b> [[round]] the [[ankle]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]]
|mdlsjtxt=περισφῠ́ριος, ον, [σφῠρόν]<br /><b class="num">I.</b> [[round]] the [[ankle]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]]
}}
}}