παραχράομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> faire un mauvais usage, abuser <i>ou</i> mésuser τινι <i>ou</i> ἔς τινα, agir mal <i>ou</i> exercer de mauvais traitements à l'égard de qqn;<br /><b>2</b> faire peu de cas de ; <i>abs.</i> παραχρεώμενοι HDT insouciants (de leur sort, de leur vie, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[χράομαι]].
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> faire un mauvais usage, abuser <i>ou</i> mésuser τινι <i>ou</i> ἔς τινα, agir mal <i>ou</i> exercer de mauvais traitements à l'égard de qqn;<br /><b>2</b> faire peu de cas de ; <i>abs.</i> παραχρεώμενοι HDT insouciants (de leur sort, de leur vie, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[χράομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραχράομαι''': κακῶς μεταχειρίζομαι, κακὴν ποιοῦμαι χρῆσιν, κακῶς χρῶμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 33 οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 527Α· χρῶ μὴ παραχρώμενος Φίλων 2. 61· μετὰ δοτ., π. τοῖς σώμασι Πολύβ. 9. 37, 9, κτλ.· π. [[ὥσπερ]] ἀνδραπόδοις Διον. Ἁλ. 6. 93· κακῶς [[ἐφαρμόζω]], μεταχειρίζομαι ἐπὶ [[νέας]] χρήσεως, [[οἷον]] ἐπίθετα, τὰ μὲν συνθείς, τοῖς δὲ παραχρησάμενος Ἄννα Κομν. 1. 148, 13. 2) π. ἐς τινα, φέρομαι κακῶς [[πρός]] τινα ἢ ἀναξίως αὐτῷ, Ἡρόδ. 5. 92, 1. ΙΙ. = ἐκ παρέργου [[χράομαι]], μεταχειρίζομαι μετὰ περιφρονήσεως, περιφρονῶ, μετ’ αἰτ., ὁ αὐτ. 1. 108., 4. 159., 8. 20 (περὶ τοῦ 2. 141, ἴδε ἐν λ. [[ἀλογία]])· ἡ Ἰων. μετοχ. παραχρεώμενοι κεῖται ἀπολ., ἐπὶ μανιωδῶν μαχητῶν, μαχομένων [[ἄνευ]] σκέψεως περὶ ζωῆς, μηδὲν φροντιζόντων περὶ τῆς ζωῆς αὐτῶν, ὁ αὐτ. 8. 223· πρβλ. ἀφειδῶς. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραχρᾶται· κακῶς λέγει».
|elnltext=παρα-χράομαι verkeerd handelen:; ἐς τοὺς συμμάχους tegenover de bondgenoten Hdt. 5.92α.2; veronachtzamen; met acc.:; τὸν χρησμόν het orakel Hdt. 8.20.1; abs.. παραχρεώμενοι vol doodsverachting Hdt. 7.223.4.
}}
{{elru
|elrutext='''παραχράομαι:''' ион. παραχρέομαι<br /><b class="num">1)</b> [[пренебрежительно относиться]], [[дурно выполнять]] (τὸ [[πρῆγμα]] Her.): παραχρεώμενος Her. пренебрегая (опасностью);<br /><b class="num">2)</b> [[плохо обращаться]], [[дурно относиться]] (τινος и εἴς τινα Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[злоупотреблять]] (τινι Polyb.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραχράομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χρησιμοποιώ]] ακατάλληλα, κάνω κακή [[χρήση]], κακομεταχειρίζομαι, με δοτ., σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραχράομαι]] ἔς τινα, φέρομαι λανθασμένα ή ανέντιμα σε κάποιον, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ἐκ παρέργου [[χράομαι]], [[αντιμετωπίζω]] με [[περιφρόνηση]], [[περιφρονώ]], [[απαξιώ]], με αιτ., στον ίδ.· Ιων. μτχ. <i>παραχρεώμενοι</i>, λέγεται για ορμητικούς πολεμιστές, που δεν φροντίζουν [[καθόλου]] για την [[ζωή]] τους, στον ίδ.
|lsmtext='''παραχράομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χρησιμοποιώ]] ακατάλληλα, κάνω κακή [[χρήση]], κακομεταχειρίζομαι, με δοτ., σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραχράομαι]] ἔς τινα, φέρομαι λανθασμένα ή ανέντιμα σε κάποιον, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ἐκ παρέργου [[χράομαι]], [[αντιμετωπίζω]] με [[περιφρόνηση]], [[περιφρονώ]], [[απαξιώ]], με αιτ., στον ίδ.· Ιων. μτχ. <i>παραχρεώμενοι</i>, λέγεται για ορμητικούς πολεμιστές, που δεν φροντίζουν [[καθόλου]] για την [[ζωή]] τους, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραχράομαι:''' ион. παραχρέομαι<br /><b class="num">1)</b> [[пренебрежительно относиться]], [[дурно выполнять]] (τὸ [[πρῆγμα]] Her.): παραχρεώμενος Her. пренебрегая (опасностью);<br /><b class="num">2)</b> [[плохо обращаться]], [[дурно относиться]] (τινος и εἴς τινα Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[злоупотреблять]] (τινι Polyb.).
|lstext='''παραχράομαι''': κακῶς μεταχειρίζομαι, κακὴν ποιοῦμαι χρῆσιν, κακῶς χρῶμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 33 οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 527Α· χρῶ μὴ παραχρώμενος Φίλων 2. 61· μετὰ δοτ., π. τοῖς σώμασι Πολύβ. 9. 37, 9, κτλ.· π. [[ὥσπερ]] ἀνδραπόδοις Διον. Ἁλ. 6. 93· κακῶς [[ἐφαρμόζω]], μεταχειρίζομαι ἐπὶ [[νέας]] χρήσεως, [[οἷον]] ἐπίθετα, τὰ μὲν συνθείς, τοῖς δὲ παραχρησάμενος Ἄννα Κομν. 1. 148, 13. 2) π. ἐς τινα, φέρομαι κακῶς [[πρός]] τινα ἢ ἀναξίως αὐτῷ, Ἡρόδ. 5. 92, 1. ΙΙ. = ἐκ παρέργου [[χράομαι]], μεταχειρίζομαι μετὰ περιφρονήσεως, περιφρονῶ, μετ’ αἰτ., ὁ αὐτ. 1. 108., 4. 159., 8. 20 (περὶ τοῦ 2. 141, ἴδε ἐν λ. [[ἀλογία]])· ἡ Ἰων. μετοχ. παραχρεώμενοι κεῖται ἀπολ., ἐπὶ μανιωδῶν μαχητῶν, μαχομένων [[ἄνευ]] σκέψεως περὶ ζωῆς, μηδὲν φροντιζόντων περὶ τῆς ζωῆς αὐτῶν, ὁ αὐτ. 8. 223· πρβλ. ἀφειδῶς. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραχρᾶται· κακῶς λέγει».
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-χράομαι verkeerd handelen:; ἐς τοὺς συμμάχους tegenover de bondgenoten Hdt. 5.92α.2; veronachtzamen; met acc.:; τὸν χρησμόν het orakel Hdt. 8.20.1; abs.. παραχρεώμενοι vol doodsverachting Hdt. 7.223.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj