περιμένω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>I.</b> <i>avec un suj. de pers.</i><br /><b>1</b> attendre, acc.;<br /><b>2</b> attendre patiemment, supporter, acc.;<br /><b>II.</b> <i>avec un suj. de chose</i>;<br /><b>1</b> attendre;<br /><b>2</b> s'attendre à, présumer, acc.;<br /><b>3</b> être réservé à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[μένω]].
|btext=<b>I.</b> <i>avec un suj. de pers.</i><br /><b>1</b> attendre, acc.;<br /><b>2</b> attendre patiemment, supporter, acc.;<br /><b>II.</b> <i>avec un suj. de chose</i>;<br /><b>1</b> attendre;<br /><b>2</b> s'attendre à, présumer, acc.;<br /><b>3</b> être réservé à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[μένω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιμένω''': ὡς καὶ νῦν, μετ’ αἰτ. προσώπ., Ἡρόδ. 4. 89, Ἀριστοφ. Πλ. 643, κτλ.· π. Τισσαφέρνην ἡμέρας πλείους Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1, κλ.· προστιθεμένης μετοχῆς, ἃ τελευτήσαντα ἑκάτερον περιμένει Πλάτ. Πολ. 614Α· π. τινὰ λέγοντα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 890Ε· -μετ’ αἰτ. πράγμ., π. ἐξ ἀγορᾶς ἰχθύδια Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 344. 8· π. τὴν ἐς Ἅιδου πορείαν Πλάτ. Φαίδων 116Α, κτλ· [[ὡσαύτως]], ἀπαιτῶ, ζητῶ, Πλούτ. 2. 172D. 2) ἐπὶ συμβάντων, [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], [[ἀπόκειμαι]], τίς με [[πότμος]] ἔτι περιμένει; Σοφ. Ἀντ. 1296· μὴ θύσαντα δεινὰ π. Πλάτ. Πολ. 365Α· οὐ περιμένει τι ὁ [[καιρός]], δὲν ἐπιδέχεται.., Πλουτ. Καῖσ. 17. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., οὐ περιμένουσιν ἄλλους [[σφᾶς]] διολέσαι, δὲν περιμένουσιν ἄλλους νὰ καταστρέψωσιν αὐτούς, Πλάτ. Πολ. 375C· [[ἕκαστος]] [τῶν λόγων] π. ἀποτελεσθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173C· μηδ’ ἐφ’ ἑαυτὸν ([[ταῦτα]]) ἐλθεῖν π. Δημ. 585. 2. ΙΙΙ. ἀπολ., ὡς καὶ νῦν, ἀπικομένω περιμένειν Ἡρόδ. 7. 58, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 517, κτλ.· π. [[αὐτοῦ]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 815· ὀλίγον χρόνον Πλάτ. Ἀπολ. 38C· π. ἕως τὸν ὄχλον διωσάμεθα Ξεν. Κύρ. 7. 5, 39· ἕως ἀνοιχθείη τὸ [[δεσμωτήριον]] Πλάτ. Φαίδων 59D· [[μέχρι]] τούτου, ἕως ἄν.. Δημ. 113. 7· [[ἄχρι]] ἂν.., ἔστ’ ἂν.., Ξεν. Ἀν. 2. 3, 2, κτλ. - Ἴδε Χατζιδάκι βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 648.
|elnltext=περι-μένω wachten op; met acc..; κάθημαι περιμένουσα τουτονί ik zit op die vent te wachten Aristoph. Pl. 643; τὴν κατὰ πρόσωπον ἔντευξιν... τοῦ καιροῦ... μὴ περιμένοντος als er geen gelegenheid overschoot om elkaar persoonlijk te ontmoeten Plut. Caes. 17.8; met acc. en inf..; οὐ περιμενοῦσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι zij zullen er niet op wachten dat anderen hen vernietigen Plat. Resp. 375c; περιμείνω καταφαγεῖν τὴν προῖκά μου τὸν χρηστόν... ἄνδρα; moet ik erop wachten dat haar fraaie man mijn bruidsschat heeft verbrast? Men. Epitr. 1065; volhouden, verdragen, met acc. en ptc.:; περὶ... μουσικῆς οὕτω μακρὰ λέγοντας ἡμᾶς αὐτούς περιεμείναμεν wij hadden geduld met onszelf toen, wij zo lang over muziek spraken Plat. Lg. 890e; te wachten staan (van gebeurtenissen):. τίς με πότμος ἔτι περιμένει; welk lot staat mij nog te wachten? Soph. Ant. 1296. abs. wachten, afwachten:. περιεμένομεν... ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτηριον wij bleven elke keer wachten, totdat de gevangenis openging Plat. Phaed. 59d.
}}
{{elru
|elrutext='''περιμένω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ждать]], [[выжидать]], [[пережидать]] ([[ὀλίγον]] χρόνον Plat.): περιεμένομεν ἑκαστοτε, [[ἕως]] ἀνοιχθείη τὸ [[δεσμωτήριον]] Plat. мы ждали всякий раз, пока не открывалась темница; π. [[ἄχρι]] ἂν σχολάσῃ Xen. ждать, пока он не освободится; π. ἀποτελεσθῆναι Plat. ждать своего завершения;<br /><b class="num">2)</b> [[ожидать]], [[дожидаться]] (τινὰ ἡμέρας [[πλείους]] ἢ [[εἴκοσιν]] Xen.; τὴν ἐπαγγελίαν NT);<br /><b class="num">3)</b> [[терпеливо пережидать]], [[выдерживать]], [[выносить]] (τινὰ μακρὰ λέγοντα Plut.);<br /><b class="num">4)</b> перен. [[ждать]], [[быть впереди]], [[предстоять]] (τίς με [[πότμος]] [[ἔτι]] περιμένει; Soph.): μὴ θύσαντες δεινὰ περιμένει Plat. тех, кто не совершил жертвоприношений, ожидает тяжелая участь; τοῦ καιροῦ μὴ περιμένοντος Plut. когда время не ждало, т. е. когда нехватало времени.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''περιμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περιμένω]], [[προσμένω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για συμβάντα, [[αναμένω]], [[περιμένω]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με απαρ., οὐ περιμένουσιν ἄλλους [[σφᾶς]] διολέσαι, δεν περιμένουν άλλους για να τους καταστρέψουν, σε Πλάτ.· <i>μηδ' ἐφ' ἑαυτὸν</i> ([[ταῦτα]]) [[ἐλθεῖν]] [[περιμένω]], σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> απόλ., [[περιμένω]], [[στέκομαι]] [[ακίνητος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''περιμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περιμένω]], [[προσμένω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για συμβάντα, [[αναμένω]], [[περιμένω]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με απαρ., οὐ περιμένουσιν ἄλλους [[σφᾶς]] διολέσαι, δεν περιμένουν άλλους για να τους καταστρέψουν, σε Πλάτ.· <i>μηδ' ἐφ' ἑαυτὸν</i> ([[ταῦτα]]) [[ἐλθεῖν]] [[περιμένω]], σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> απόλ., [[περιμένω]], [[στέκομαι]] [[ακίνητος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιμένω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ждать]], [[выжидать]], [[пережидать]] ([[ὀλίγον]] χρόνον Plat.): περιεμένομεν ἑκαστοτε, [[ἕως]] ἀνοιχθείη τὸ [[δεσμωτήριον]] Plat. мы ждали всякий раз, пока не открывалась темница; π. [[ἄχρι]] ἂν σχολάσῃ Xen. ждать, пока он не освободится; π. ἀποτελεσθῆναι Plat. ждать своего завершения;<br /><b class="num">2)</b> [[ожидать]], [[дожидаться]] (τινὰ ἡμέρας [[πλείους]] ἢ [[εἴκοσιν]] Xen.; τὴν ἐπαγγελίαν NT);<br /><b class="num">3)</b> [[терпеливо пережидать]], [[выдерживать]], [[выносить]] (τινὰ μακρὰ λέγοντα Plut.);<br /><b class="num">4)</b> перен. [[ждать]], [[быть впереди]], [[предстоять]] (τίς με [[πότμος]] [[ἔτι]] περιμένει; Soph.): μὴ θύσαντες δεινὰ περιμένει Plat. тех, кто не совершил жертвоприношений, ожидает тяжелая участь; τοῦ καιροῦ μὴ περιμένοντος Plut. когда время не ждало, т. е. когда нехватало времени.
|lstext='''περιμένω''': ὡς καὶ νῦν, μετ’ αἰτ. προσώπ., Ἡρόδ. 4. 89, Ἀριστοφ. Πλ. 643, κτλ.· π. Τισσαφέρνην ἡμέρας πλείους Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1, κλ.· προστιθεμένης μετοχῆς, ἃ τελευτήσαντα ἑκάτερον περιμένει Πλάτ. Πολ. 614Α· π. τινὰ λέγοντα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 890Ε· -μετ’ αἰτ. πράγμ., π. ἐξ ἀγορᾶς ἰχθύδια Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 344. 8· π. τὴν ἐς Ἅιδου πορείαν Πλάτ. Φαίδων 116Α, κτλ· [[ὡσαύτως]], ἀπαιτῶ, ζητῶ, Πλούτ. 2. 172D. 2) ἐπὶ συμβάντων, [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], [[ἀπόκειμαι]], τίς με [[πότμος]] ἔτι περιμένει; Σοφ. Ἀντ. 1296· μὴ θύσαντα δεινὰ π. Πλάτ. Πολ. 365Α· οὐ περιμένει τι ὁ [[καιρός]], δὲν ἐπιδέχεται.., Πλουτ. Καῖσ. 17. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., οὐ περιμένουσιν ἄλλους [[σφᾶς]] διολέσαι, δὲν περιμένουσιν ἄλλους νὰ καταστρέψωσιν αὐτούς, Πλάτ. Πολ. 375C· [[ἕκαστος]] [τῶν λόγων] π. ἀποτελεσθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173C· μηδ’ ἐφ’ ἑαυτὸν ([[ταῦτα]]) ἐλθεῖν π. Δημ. 585. 2. ΙΙΙ. ἀπολ., ὡς καὶ νῦν, ἀπικομένω περιμένειν Ἡρόδ. 7. 58, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 517, κτλ.· π. [[αὐτοῦ]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 815· ὀλίγον χρόνον Πλάτ. Ἀπολ. 38C· π. ἕως τὸν ὄχλον διωσάμεθα Ξεν. Κύρ. 7. 5, 39· ἕως ἀνοιχθείη τὸ [[δεσμωτήριον]] Πλάτ. Φαίδων 59D· [[μέχρι]] τούτου, ἕως ἄν.. Δημ. 113. 7· [[ἄχρι]] ἂν.., ἔστ’ ἂν.., Ξεν. Ἀν. 2. 3, 2, κτλ. - Ἴδε Χατζιδάκι βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 648.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-μένω wachten op; met acc..; κάθημαι περιμένουσα τουτονί ik zit op die vent te wachten Aristoph. Pl. 643; τὴν κατὰ πρόσωπον ἔντευξιν... τοῦ καιροῦ... μὴ περιμένοντος als er geen gelegenheid overschoot om elkaar persoonlijk te ontmoeten Plut. Caes. 17.8; met acc. en inf..; οὐ περιμενοῦσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι zij zullen er niet op wachten dat anderen hen vernietigen Plat. Resp. 375c; περιμείνω καταφαγεῖν τὴν προῖκά μου τὸν χρηστόν... ἄνδρα; moet ik erop wachten dat haar fraaie man mijn bruidsschat heeft verbrast? Men. Epitr. 1065; volhouden, verdragen, met acc. en ptc.:; περὶ... μουσικῆς οὕτω μακρὰ λέγοντας ἡμᾶς αὐτούς περιεμείναμεν wij hadden geduld met onszelf toen, wij zo lang over muziek spraken Plat. Lg. 890e; te wachten staan (van gebeurtenissen):. τίς με πότμος ἔτι περιμένει; welk lot staat mij nog te wachten? Soph. Ant. 1296. abs. wachten, afwachten:. περιεμένομεν... ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτηριον wij bleven elke keer wachten, totdat de gevangenis openging Plat. Phaed. 59d.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj